23 Δεκ 2008

Ρεβόλβερ



Όταν πέθανε ο Χάρισον, ένιωσα σαν να πέθανε κάποιος πολύ αγαπημένος θείος. Έχω μια πολύ ζωντανή σχέση μαζί τους. Ακόμα και στα δεκάξι που άκουσα ξαφνικά κλας και πίστολς , τους απαρνήθηκα ηχηρά, σαν να είχα τσακωθεί με τον πατέρα μου για πρώτη φορά. Τώρα είμαι τριαντατριών, δηλαδή πολύ πιο μεγάλος απ' την ηλικία που είχαν όταν διαλύθηκαν. Στην ηλικία μου είχαν ήδη κάνει ο καθένας δύο- τρεις σόλο δίσκους, είχαν μπει σε κλινικές αποτοξίνωσης, είχαν ήδη παιδιά, είχαν κουρευτεί-αφήσει μούσι-ξανακουρευτεί, τους είχαν ήδη για δεινόσαυρους. Όλα είχαν ήδη γίνει,μέσα σε οκτώ χρόνια, και για να είμαι πιο ακριβής από το τέλος του '65 μέχρι το '67. Μέσα στη διετία αυτή κυκλοφόρησαν τα: RUBBER SOUL, REVOLVER, SGT PEPPERS. Τρεις δίσκοι που τους μετέφεραν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τον ασφαλή και δίχως ρίσκο ήχο του ποταμού Μέρσευ,στον πολυδιάστατο ήχο της πραγματικότητας.Μέσα σε δύο χρόνια όλα από μαυρόασπρα έγιναν έγχρωμα.
Ειδικά το ΡΕΒΟΛΒΕΡ είναι ένας δίσκος που ακούω πολύ συχνά τελευταία. Πιστεύω ότι είναι ο ιδανικός δίσκος για περιόδους μεταβατικές(όπως αυτή που περνάω ή περνάμε),ένας δίσκος -μεταίχμιο, για ανθρώπους που αλλάζουν, "σκληραίνουν" τον ήχο τους όχι από στυλ, αλλά από ανάγκη. .Όλα γίνονται κάτι άλλο και αυτό αρχίζει επιτέλους να φαίνεται. Υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι δίσκοι, οριακοί, το BRINGING IT ALL BACK HOME ή το PET SOUNDS ας πούμε προηγήθηκαν και το ΡΕΒΟΛΒΕΡ έχει κάτι απ' τη "μυρωδιά"τους.Αποπνέει κι' αυτό μια αίσθηση απελευθέρωσης από τις παλιές "φόρμες" που μας βαραίνουν. Έχει κάτι απ' το :"αφήνω τον παλιό κόσμο και χωρίς να τον διαλύσω εντελώς,παίρνω ότι μου χρειάζεται κι' οδεύω προς κάτι καινούργιο".
Τα μισά, περίπου, τραγούδια του δίσκου διατηρούν κάτι από τους "μαυρόασπρους" χρόνους:απευθύνονται πάλι σε κάποιο κορίτσι,υπάρχει ακόμη λίγη "βρετανική εισβολή" και ψήγματα του γνώριμου ήχου που τους καθιέρωσε. Όμως ο βήχας που ακούγεται στην αρχή, πριν απ' το ΤΑΧΜΑΝ, μας προετοιμάζει για ένα δίσκο πιο τσαλακωμένο, πιο ρέμπελο, πιο ειλικρινή, που δε κρύβει τις ατέλειες του. Αγαπώ σχεδόν τα πάντα στο ΡΕΒΟΛΒΕΡ. Τα ELEANOR RIGBY και FOR NO ONE έχουν κάτι από τη σοβαρότητα και το μεγαλείο των ελαιογραφιών του COURBET, παιδάκια και τα δυο ενός τολμηρού και τόσο ώριμου, παρά τα εικοσιτρία του, Μακάρτνει, το "ξεσηκωτικό" TAXMAN με τις σοσιαλίζουσες αποχρώσεις του και τις κοφτερές κιθάρες του, το τεμπέλικο και όλο υπονοούμενα I'M ONLY SLEEPING,την υπέροχη μπασογραμμή στα TAXMAN, SHE SAID, AND YOUR BIRD CAN SING, DOCTOR ROBERΤ,το σαν παιδικό σχέδιο YELLOW SUBMARINE, το τρισδιάστατο TOMORROW NEVER KNOWS του Λένον που τελειώνει τον δίσκο και που μοιάζει σαν ν' αφήνει μια πόρτα ανοιχτή στο μέλλον. Κι άλλα πολλά.
Ο ήχος του Ρεβόλβερ δεν είναι ρετρό, αν και γράφτηκε πριν σαραντατόσα χρόνια, βρίσκει κανείς στοιχεία που συνεχίζουν να ισχύουν και σήμερα: παραμόρφωση, λούπες κλπ. Υπάρχει επίσης ένα άνοιγμα σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, όχι με τη διάθεση ενός δυσκοίλιου πειραματισμού, αλλά με τη χαρά που νιώθουν τα παιδιά όταν ανακαλύπτουν κάτι, έτσι πλάι στις ηλεκτρικές κιθάρες έρχονται και δένουν τα κόρνα και τα σιτάρ συμπληρώνοντας την γιορτή. Σε όλο το δίσκο υπάρχει μια ατμόσφαιρα μυστικού ηλεκτρισμού, σαν να βρισκόμαστε λίγο πριν μια μεγάλη αποκάλυψη. Εδώ σιγοβράζουν όλα όσα θα εκραγούν αργότερα στο SGT PEPPER και θα ανθοφορίσουν στο ΛΕΥΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ.
Ο δίσκος έχει και αδυναμίες, μια επιπόλαια, ξώπετση ακόμα, αντιμετώπιση της Ινδικής Μουσικής (LOVE YOU TO) απο τον Χάρισον, που αργότερα βέβαια μας έδωσε πιο εμπεδωμένα δείγματα, κάποια αφέλεια δεκαετίας 60 στους στίχους (σ' αυτόν το τομέα ο Ντύλαν τότε τα κατάφερνε καλύτερα), και μερικές ατέλειες στη παραγωγή ,που μπορεί σήμερα βέβαια να Θεωρούνται και προτερήματα. Αδυναμία, επίσης, μπορεί να θεωρηθεί και ο δισταγμός που νιώθει κανείς λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα το παλιό του πρόσωπο, και το 1966 όλοι, και οι μουσικοί της ποπ φυσικά, πρέπει να ένοιωθαν κάπως έτσι.
Ποιο το νόημα να ακούμε το Ρεβόλβερ σήμερα, τώρα που όλα συμπιέζονται σε μικροσκοπικά φλασάκια; Τι έχουμε να κερδίσουμε από ένα βινύλιο του '66 τώρα που όλοι μιλάνε για ανατροπή των αξιών και ενός κόσμου που ακόμα και οι Μπιτλς είναι μέρος του; Πιθανόν οι περισσότεροι να μη κερδίσουν τίποτα. Όσοι έχουν αυταπάτες και θεωρούν ακόμα ότι οι Μπιτλς ήταν οι ελαφριοί και οι Στόουνς οι σκληροί, όσοι χωρίζουν τα πράγματα σε Παναθηναικούς και Ολυμπιακούς, καλούς και κακούς,παλιούς και νέους, είναι καταδικασμένοι να μη καταλαβαίνουν τίποτα, ούτε τους μεν ούτε τους δε, ούτε καν τον εαυτό τους.

πηγή για εικόνα-lineout.the stranger.com

14 Δεκ 2008

Λίγο μετά τα γεγονότα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα


Καθώς επιστρέφει στη πόλη σιγά-σιγά η τάξη, έρχεται η ώρα να δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα. Ας ευχηθούμε αυτή «επιστροφή στη τάξη», να μη καταλήξει βιαστικό κουκούλωμα της νέας αυτής πραγματικότητας, να μη γίνει αφορμή για νέες, συντηρητικές, αυτή τη φορά, κορώνες. Το τόσο Ελληνικό και μικροαστικό «νοικοκυρεματάκι», είναι συνήθως ένα επιπόλαιο σκούπισμα όσων βλέπει η πεθερά. Το θέμα μας είναι τι μένει απ’ όλα αυτά, δηλαδή, όσα δε βλέπει η πεθερά. Αυτά συνήθως που μένουν «ασκούπιστα» κάτω απ’ το χαλί, είναι αυτά που διαμορφώνουν καταστάσεις, σχηματίζουν ρεύματα και , κάποιες φορές, ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι αφελείς, που μες τη φωτιά ονειρεύονται ανατροπές της Κοινωνίας, της Πολιτείας, , χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτό που ,πρώτα απ’ όλα ,πρέπει να ανατραπεί, είναι τα χιλιάδες συμπλέγματα, ο εγωισμός και τα «αντί» που τους σκλαβώνουν. Η απελευθέρωση μας από το δικό μας, καθημερινό ,μίζερο εαυτό, είναι, πια, το ζητούμενο. Αυτός που μας εξουσιάζει και πρέπει να νικηθεί, είναι ο βαριεστημένος, παθητικός, χαζοχαρούμενος εαυτός μας, από εμάς ξεκινούν όλα.
Τώρα θ’ αρχίσει η προσπάθεια «νομιμοποίησης» της νεανικής, εναλλακτικής, κουλτούρας: , κυριακάτικες εφημερίδες ,ρούχα, διαφημίσεις, προγράμματα τραπεζών, το ΠΑΣΟΚ, όλα δουλεύουν για τους νέους, όλα θα πνίξουν γρήγορα αυτό που πήγε να γεννηθεί. Όσοι σήμερα γλείφουν τους νέους, ήταν οι ίδιοι που τους αγνοούσαν όλα αυτά τα χρόνια. Όλοι αυτοί οι ‘σοφοί», που σχολαστικά αναλύουν τη «νεανική εξέγερση», είναι οι ίδιοι που πριν λίγο καιρό μιλούσαν με ύφος περισπούδαστο για βουβές, παθητικές γενιές, για τα παιδιά με τις φράντζες και το απλανές βλέμμα ,για το απροχώρητο, για το Τέλος, φροντίζοντας με επιμέλεια και προσοχή τη καριερούλα τους. Είναι υποκριτικό να τα δίνουμε όλα ξαφνικά στους νέους. Οι νέοι απεχθάνονται κάτι τέτοιες πρακτικές, πιο πολύ κι’ απ’ τον αυταρχισμό.
Δεν πιστεύω σε καλύτερες ή χειρότερες γενιές, δεν πιστεύω ούτε σε γενιές πια, είναι ένα άλλοθι για να κρυβόμαστε πίσω απ’ αυτά που κάνουμε ή δεν κάνουμε. Τι σημαίνει ο πολιτικός της γενιάς του, ή ο τροβαδούρος της γενιάς του; Άλλη μια δημοσιογραφική ορολογία που εισέβαλε στις συζητήσεις μας.
Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα υπήρχε , όλα αυτά τα χρόνια, μια επίφαση ευτυχίας και ευμάρειας, μια ολόκληρη νοοτροπία που μας «τύφλωσε», ενώ κυλούσαν, όπως πάντα, σημαντικά προβλήματα. Πολλοί άνθρωποι μεγάλωσαν τη τελευταία δεκαετία- δεκαπενταετία σε συνθήκες δυστυχίας, χωρίς να είναι απαραίτητα φτωχοί. Αυτοί είναι οι νέο- δυστυχισμένοι άνθρωποι, που μαζί με τους νεόπτωχους, φτάνουν, σήμερα, στα όρια τους.
Δεν μου αρέσει η εμμονή στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, ούτε η μοιρολατρία, επίσης δυσκολεύομαι με τις ενδοσκοπήσεις. Νομίζω, όμως ότι πρέπει όλοι μας να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στο καθρέπτη. Να αναρωτηθούμε τι θέλουμε και που πάμε και κυρίως τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια.
Εμείς που είμαστε γύρω στα τριάντα κάτι, βολευτήκαμε πρόωρα σ’ ένα κατοικίδιο κυνισμό. Ψάχνοντας το άλλο,πολλοί καταλήξαμε να κοιτάζουμε τη δουλίτσα μας, μισοπαντρεμένοι και μπερδεμένοι. Μεγαλώσαμε σ’ ένα κλίμα «δικαιωμένου λαού», οπού διάφοροι αγριεμένοι, ακούρευτοι μουστακαλήδες, ήταν πια το νέο κατεστημένο. Μια αυτοκρατορία ελαφρολαική, σοσιαλιστική, που ενθάρρυνε μπόλικους εγωισμούς, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Ήταν φυσικό, κατά κάποιο τρόπο, να είμαστε καχύποπτοι με τις λέξεις «λαϊκός» ή «μαζικός». Κάναμε, άθελα μας, αντίσταση σ’ αυτό που λέγαν οι άλλοι «προοδευτικό». Φτάσαμε, ακόμα, και στο σημείο να απαρνηθούμε τη πολιτική. Ψηφίζαμε ανόρεχτα και κυνικά, κάτι άγνωστους, σαν να κάνουμε κάτι μάταιο, κάτι που σε λίγο δε θα ισχύει. Η ελληνική αριστερά, με τη ξύλινη της γλώσσα και τον ευκαιριακό της προοδευτισμό, δε μας βοήθησε καθόλου να την αγαπήσουμε, περιορίστηκε, έτσι, σε μια μερίδα γραφικών νέων ανθρώπων που ζουν και μιλάνε ασαφώς, με φράσεις γεμάτες «ενάντια» και «κατά», πάντα συνεπείς στην ασυνέπεια τους.
Έτσι φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, να μας κυβερνάνε χωρίς πυξίδα, εναλλάξ, δύο κουρασμένα κόμματα, ενώ εκεί έξω στη ζωή, κυλάει το σκοτεινό ποτάμι που φέρνει κρίσεις, ανεργίες, απελπισία, οργή , αλλά και κάθε διάφορα είδη ρατσισμού και φανατισμού.
Όλοι ευθυνόμαστε γι΄ αυτό που ήρθε, εμείς φορέσαμε τις κουκούλες πριν τους «κουκουλοφόρους». Δεν είναι δουλειά μου να μιλήσω για τους άλλους( ΜΜΕ, πολιτικοί κ.α.), ας κάνουν αυτοί την αυτοκριτική τους.
Δεν πιστεύω στον άη Βασίλη, αλλά αν υπάρχει ας φέρει, αντί για δώρα, σ’ αυτό το τόπο ψυχραιμία και λογική.

8 Δεκ 2008

Το Επόμενο Σάββατο


Βλέπω την φωτογραφία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.Με μπλούζα GOD SAVE THE QUEEN ποζάρει στα σταρμπακς. Χαμογελάει ντροπαλά με μισόκλειστα τα μάτια και τα μαλλιά του ανεμίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν ένα παιδί της εποχής του, μ' όλη τη ζαλάδα και την σκοτεινιά που νιώθει κάποιος στα δεκαπέντε του. Και την έξαψη επίσης. Το 90-91 ήμουν και εγώ δεκαπέντε χρονών, φορούσα και εγώ μπλούζα σεξ πιστολς,που είχα αγοράσει με τα λεφτά του μπαμπά.Τότε γίνονταν οι πρώτες μεγάλες καταλήψεις επί Κοντογιαννόπουλου. Ήμουν δειλός, ήμουν συσκοτισμένος, αλλά κατέβαινα στις πορείες, όπως όλος ο κόσμος.Ένοιωθα και εγώ αυτή την έξαψη.
Πολλά σχετικά θα γραφτούν αυτές τις μέρες, κείμενα εν θερμώ, χωρίς ψυχραιμία. Δώσε τέτοια στον ΈΛΛΗΝΑ και πάρε του τη ψυχή.Με τη μια αντιεξουσιαστής, ενώ στο σπίτι, στη δουλειά, στη διασκέδαση ένα βολεμένο νομοταγές γουρούνι.
Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος εάν δεν πέθαινε, το επόμενο Σάββατο μπορεί να ξαναπερνούσε απ' τα σταρμπακς, ύστερα Θα περνούσε κι' απ' το κέντρο της πόλης, οπού τώρα πρόσφατα είχε αρχίσει να το ανακαλύπτει.Θα έβλεπε την Αθήνα τη νύχτα, τα φώτα, τα κορίτσια, τις κάμερες παρακολούθησης. Ένας μαγικός, άλλος κόσμος Θα ζωντάνευε στα μάτια του. Ένας κόσμος που θα τον έκανε να διώξει σιγά σιγά τη σκοτεινιά και τη ζαλάδα του. Και τη ντροπή, επίσης. Δεν είχε πεί σε κανέναν γι' αυτή του την ανακάλυψη.Γι' αυτή του την έξαψη. Θα το έλεγε ίσως, το επόμενο Σάββατο.

30 Νοε 2008

Τσαρούχης



Όταν το 1966 ο Τσαρούχης έβγαινε βόλτα στην Ομόνοια για να ζωγραφίσει Καφενεία,θα είχε σίγουρα στο μυαλό του την Αφαίρεση και την Γεωμετρία. "Βλέπω" συχνά την ατμόσφαιρα αυτού του πίνακα, έξω στο δρόμο όταν σκοτεινιάζει και τα φώτα πίσω απ' τα τζάμια ανάβουν. Τώρα, βέβαια, ο κόσμος πηγαίνει πιο συχνά στα γκούντις και στα γυμναστήρια, παρά στα καφενεία. Οι συνήθειες, οι λέξεις και οι έννοιες, αλλάξαν πολύ από τότε. Ακόμα και το ΝΕΟΝ έγινε φαστφουντάδικο. Τι θα ζωγράφιζε τώρα ο Τσαρούχης αντί για Καφενεία; Μπορεί φαστφουντάδικα ή γυάλινα κτήρια, εάν είχε ακόμα στο μυαλό του την Αφαίρεση και τη Γεωμετρία. Μπορεί να μην ζωγράφιζε καν, μπορεί να είχε μπλογκ και από κει να προσπαθούσε να ξεμπερδέψει τον μπερδεμένο κόσμο μας. Μπορεί να έγραφε δηλητηριώδη σενάρια για αθώες σαπουνόπερες, δεν ξέρω.
Ο Τσαρούχης είναι από τους λίγους Έλληνες ζωγράφους που επισκέπτομαι τακτικά, όλα αυτά τα χρόνια. Και είμαι απ ' τους ανθρώπους που φρίττουν με λέξεις όπως "γενιά του 30", "ελληνικότητα", όπως και με όλους αυτούς τους μελαγχολικούς επιγόνους που επιμένουν αυτιστικά με φτερωτούς αγγέλους, νεοκλασικά και συνεσταλμένους ναύτες. Ο Τσαρούχης δεν ήταν σαν αυτούς, τουλάχιστον η μαγιά της τέχνης του, αυτό δείχνει. Ζωγράφισε με ένταση, χάρη, ακόμα και με υπόγειο χιούμορ, μια Ελλάδα ζορισμένη, από όλες τις πλευρές. Με εκνευρίζει η αγιοποίηση του, όπως και αυτή του Χατζιδάκι. Με ενοχλούν ακόμα και τα τετριμμένα θέματα του Τσαρουχικού Σύμπαντος, που με τόσο ευλάβεια κάποιοι αναπαράγουν.Ξανά και ξανά.
Λέξεις και έννοιες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Υπάρχουν τόσα που περιμένουν εκεί έξω. Προς το παρόν, απολαύστε το έργο.

19 Νοε 2008

Η μαγκιά του Γιώργου Μάγγα


Ήρθε στο Σουφλί, το πρώτο χειμωνιάτικο Σάββατο της χρονιάς. Φεγγοβολούσε σαν άστρο διαρκείας .Βγήκε μέσα από κάτι καζάνια γεμάτα τσίπουρο, σαν τον Σινάτρα, μ' ένα φως να τον ακολουθεί μέχρι το πάλκο. Εκεί τον περίμενε η γυναίκα του, αυστηρή και στοργική μαζί, τον κανάκευε από νωρίς για να βγει, είναι ένα "κόλπο" για να φτάσει η αγωνία στο ζενίθ. Πιο πίσω μια υποτυπώδης "μπάντα της λέσχης των μοναχικών τσιγγάνικων καρδιών", δηλαδή τύμπανα, και ένα μεθυσμένο συνθεσάιζερ, καλούσε τον Αρχηγό προς την σκηνή. Μα ο Καλλιτέχνης δεν ανέβαινε στο πάλκο, τι να το κάνει το πάλκο, εδώ ήρθε ολόκληρο Εμ Τι Βι που τον παρακαλούσε ν' ανέβει, κι' αυτός εκεί Βράχος ανάμεσα στο κόσμο. Στον κόσμο Του.
Οι πιο πολλοί θέλουμε να ανεβούμε κάποτε σε μια σκηνή, ορατή ή αόρατη. Άλλοι, πάλι, δεν βγαίνουν από δειλία, κάθονται και 'καταπίνουν" τα τραγούδια που θα έλεγαν, ροκανίζουν τα βιβλία και τα φίλμ που θα είχαν φτιάξει "εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν". Πολλοί απ' αυτούς συνήθως καταλήγουν στη γκρίνια, κρίνοντας μονίμως εκ του ασφαλούς, όπως λέει και η διαφήμιση: "αυτοί ξέρουν". Ο Γιώργος Μάγγας δεν ανήκει στους πρώτους, και ,φυσικά, ούτε και στους "γκρινιάρηδες". Η μαγκιά του Μάγγα είναι η χαλαρότητα τού. Δεν βιάζεται ν' ανέβει στη σκηνή, άλλωστε έχει ανέβει άπειρες φορές στο παρελθόν, έχει ψηθεί εκεί πάνω. Κάτω όμως είναι το ζουμί.Και κάτω είναι ο κόσμος. Ο λαός του λαμπερού κλαριντζή, είναι σκοτεινός σαν το Άδη: Οξύθυμοι μεγαλοαγρότες με πληγωμένο εγωισμό, χεβιμεταλλάδες της εύφορης κοιλάδας, γκόμενες ΣΤ κατηγορίας, και μπερδεμένοι κουλτουριάρηδες που πάνε να ζήσουν "κάτι το ορίτζιναλ".Γι' αυτούς παίζει ο Μάγγας, ή μάλλον κουτσοπαίζει, γιατί κυρίως συνομιλεί μαζί τους, ποζάρει γι' αυτούς με σκέρτσα μπροστά στις ψηφιακές και τα κινητά,φλερτάρει με τις γυναίκες, έχει χρόνο να παίξει ακόμα και με τα παιδιά τους. Ξεπερνάει δηλαδή το Κλαρίνο, την ίδια τη Μουσική, και αγγίζει την Ουσία, δηλαδή ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙ.
Ο Γιώργος Μάγγας δεν είναι δεξιοτέχνης, ούτε μουσικός είναι, παρόλο που μιλάνε γι' αυτόν οι σχετικές φυλλάδες. Ο Μάγγας κάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό, ανασύρει όλους εμάς από τα σκοτάδια του εγωισμού μας και από την καλοστημένη μας πόζα, και μας ανεβάζει σ' ένα αόρατο πάλκο, έξω στο φως, όπου όλα διαψεύδονται και όλα φτιάχνονται απ' τη αρχή. Αυτός, απλώς κάθεται από κάτω και παίζει.

13 Νοε 2008

Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Υποκειμενικά


Βγαίνω βόλτα στην Αλεξανδρούπολη μ' ένα μαυρόασπρο ποδήλατο. Καμιά φορά αγνοείς τα πράγματα που είναι δίπλα σου. Νομίζεις ότι τα σημαντικά βρίσκονται κάπου αλλού, κι' ότι εσύ απλώς ζεις περιμένοντας τα. Η περιφέρεια, όπως και το κέντρο, έχουν αλλάξει πολύ το τελευταίο καιρό. Κάτι καινούργιο ετοιμάζεται. Σε λίγο οι τόποι που ζούμε ,για κάποιους, θα γίνουν αγνώριστοι. Παρατηρώ τους ανθρώπους στα καφέ, αμίλητοι μπροστά σε οθόνες που όσο πάει και μεγαλώνουν. Παρακολουθούν βουβά, τη καταστροφή του ποδοσφαίρου, τη φθορά της πολιτικής. Όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι, ξεσκάνε μοναχικά. Πως να περιγράψεις τη κοινοτοπία, πως να αποδώσεις όλη αυτή τη "καινουργίλα";
Τα απογεύματα, κάθομαι και ζωγραφίζω αυτά που βλέπω και σκέφτομαι, πλαδαρές φιγούρες με γυαλιστερά σορτς μπροστά από καντίνες χρώματος φιστικί.Χρησιμοποιώ επίτηδες ξινά "αντιπαθητικά" χρώματα. Για τις λεπτομέρειες κοιτάζω συχνά τον Van Eyck και τον Peter Brueghel. Ζωγραφίζω μια επαρχία αζωγράφιστη, χωρίς την ανάγκη να αναπολήσω (να αναπολήσω τί;), ούτε όμως και να χλευάσω, όπως θα κανε το οποιοδήποτε συνεπές κωλόπαιδο της εποχής μας. Με τραβάει το γεγονός ότι μέσα σ' ολον αυτόν τον ίλιγγο, κάποιος εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει σε μισοσκότεινες πόρτες, κάποιος χειρονομεί μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, κάποια ξανθιά κυρία άφησε κάτω τις σακούλες της γιατί εντελώς ξαφνικά "λύγισε". Οι άνθρωποι, όπως άλλωστε οτιδήποτε ζωντανό , αντιστέκονται στην υστερία του "τέλειου" και στο "σιδέρωμα" ραγίζοντας και κάνοντας άλλα αντί άλλων. Πολλές φορές λάμπουν γι' αυτές ακριβώς τις "ατέλειες" (αρκεί να μην το πολυκαταλάβουν). Έτσι είναι και η Αλεξανδρούπολη,έτσι είναι και οι περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα, σήμερα.Ντύνονται ομοιόμορφα, παριστάνουν τις "Αθηναίες", ενώ, κατά βάθος το "σώμα" τους αντιστέκεται σθεναρά στην ισοπέδωση.

6 Νοε 2008

Πολίτικη Ρουτίνα



Πριν λίγες μέρες βρέθηκα ξανά στη Κωνσταντινούπολη. Είχα σκοπό να βγάλω πολλές φωτογραφίες, να μαζέψω υλικό. Τελικά η ψηφιακή μου φωτογραφική χάλασε απ' τη πρώτη μέρα, και την άφησα τυλιγμένη και "ετοιμοθάνατη" μέσα στη κόκκινη τσάντα, αγκαλιά με ένα μπλε ρουά πουλόβερ. Το μόνο που πρόλαβα να φωτογραφίσω, ήταν ένας σκύλος, από μια γκραβούρα του 19ου αιώνα που βρήκα στο ξενοδοχείο. Έτσι χωρίς ψηφιακή ματιά, χωρίς σκοπό, βρέθηκα να τριγυρίζω, ξανά, στη χαώδη Ιστανμπούλ, με τις άπειρες της γάτες, τους σκύλους-γκραβούρες της, και τις τεράστιες κόκκινες σημαίες της.
Έχω κουραστεί από το μοιρολόι αιώνων για τις "χαμένες πατρίδες". Παρατηρώ τους Έλληνες επισκέπτες της Πόλης, που έρχονται χορτάτοι, οργώνουν τα μαγαζιά με τα δερμάτινα και τα κιλίμια, και τέλος, μια ωραία Κυριακή με ψιλόβροχο, πηγαίνουν στο Πατριαρχείο για να ανάψουν το κερί. Σκέφτομαι όλη αυτή τη κουλτούρα της "νοσταλγίας" για την εποχή που υπήρξαμε διωγμένοι και αξιοπρεπείς , πλούσιοι μες τα κουρέλια μας. Η "νοσταλγία" ξεκίνησε από ανάγκη, και έγινε τελικά, συνήθεια και βίτσιο. Που χάθηκε η μπάλα; Δεν θέλω να ξέρω, και να σας πω την αλήθεια δεν μ' ενδιαφέρει πια. Και δεν το λέω με το αφελές στυλ: "τι καλοί που είναι οι Τούρκοι κλπ κλπ", απλά νομίζω οτί πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τη μιζέρια του υπερβολικού "ΧΘΕΣ" και του υπερβολικού "ΤΩΡΑ". Τα χουμε ξαναπεί αυτά. Το ΤΩΡΑ χωρίς ΧΘΕΣ δεν υπάρχει. Το "τώρα" όμως θα το βιώσουμε πραγματικά, όταν δούμε, επιτέλους, το "χθες" με τα δικά μας μάτια και όχι μόνο μ' αυτά του "σοφού" μπαμπά μας. Είναι πολύ δύσκολο, απαιτείται σύγκρουση.Μόνο έτσι,θα ξαναβρεθεί ο χαμένος κρίκος που συνδέει όλα αυτά.

11 Οκτ 2008

Η ΚΡΙΣΗ


Απ' τη βορειοανατολική άκρη της Ελλάδας παρακολουθώ, κι΄εγώ, τηλεόραση. Όλοι μιλάνε για τη κρίση, με μάτια γουρλωμένα. Κάνουν, λες και πρόκειται να μην ξανασηκωθεί ο ήλιος το επόμενο πρωί, λες κι΄ο πετεινός δεν θα ξαναλαλήσει. Το "δίχως αύριο" σενάριο πουλάει τρελά. Σήμερα στη δουλειά κάποιος μου είπε ότι σκέφτεται να σηκώσει όλα τα λεφτά του απ' τη τράπεζα, και να τα πάρει σπίτι, να τα χώσει κάτω απ' το στρώμα, "όπως κάναν παλιά". Στην αρχή γέλασα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι όλα μπορούν να συμβούν.
Σωστά, όλα μπορούν να συμβούν. Πριν από δέκα χρόνια, όλοι, σ' αυτό το τόπο, ένιωσαν ξαφνικά πλούσιοι, ενώ οι περισσότεροι, στ' αλήθεια, δεν ήταν. Όλοι όσοι σήμερα μιλούν γι' αξημέρωτα πρωινά και άλαλους πετεινούς, τότε μας παρουσίαζαν μια Ελλάδα "ακμάζουσα", που μπαινόβγαινε στα χρηματιστήρια, προπονούνταν στο λάτιν, και κόλλαγε πλαστικό χρήμα στα μέτωπα των μπουζουξήδων. Έμοιαζαν όλα με μια βραζιλιάνικη σειρά με απανωτά χάπι έντ, όπου όλοι είχαν το ρόλο τους: παροπλισμένοι ιστορικοί ηγέτες, μεταλλαγμένοι νεοφανατικοί και φυσικά η γενιά των κίλερς "πετυχημένων", που συμπίεζαν το "ένδοξο" παρελθόν σε αρχεία, για να γεμίζουν τα σαββατοκύριακα τους. Όλοι έπαιζαν σ' αυτό το εθνικό δακρύβρεχτο σήριαλ, και συνεχίζουν να παίζουν, και τα δάκρυα είναι, τώρα, περισσότερα και πιο αληθινά. Το χάπι έντ αχρηστεύθηκε από την πολλή χρήση. Τις τελευταίες μέρες όλοι έκλαιγαν για την οικονομία. Σε Αμερική, Ευρώπη, Ασία, κατέρρεαν. Ο παλιός κόσμος, μας έχει ήδη αποχαιρετήσει, κι' ο καινούργιος, έτσι που ήρθε βιαστικός, σκόνταψε κι' έπεσε. Μπορεί να κλάψουν και οι Έλληνες, κάποια στιγμή. Μπορεί να μουσκέψουν τους άσπρους ΙΚΕΑ καναπέδες τους, νοσταλγώντας μια ζωή λιγότερο βιαστική, πιο χειροποίητη, μια ζωή που όταν την είχαν, ήθελαν πάλι μιαν άλλη, πιο αστραφτερή. Και μέσα σ' όλα αυτά, είμαστε και μεις, που πέρα από κάτι παιδικά αργόσυρτα καλοκαίρια, δεν ξέρουμε, ακόμα, τι να νοσταλγήσουμε. Θέλουμε κάτι διαφορετικό, αλλά συνεχίζουμε οι περισσότεροι να ζούμε συντηρητικά, παίζοντας τους "λίγο απ' όλα", λίγο τους αντιδραστικούς, λίγο τους οικολόγους, λίγο τους ανεξάρτητους, φοβούμενοι όμως τελικά να βιώσουμε το κόστος (αλλά και τη χαρά) που έχουν τα αληθινά πράγματα όταν τους παραδινόμαστε ολόκληροι.
Και μετά; Τι θα υπάρξει μετά τη κρίση; Όλα μπορούν να συμβούν, και το λέω αισιόδοξα αυτή τη φορά, γιατί μέσα στο σκοτάδι περιμένεις πάντα για ένα φως. Ένα φως ή έναν ήχο, σαν κι' αυτόν που ακούω, τώρα, απ' τα μισάνοιχτα παράθυρα. Είναι οι γύφτοι του κοντινού μαχαλά, που ετοιμάζονται με κλαρίνα και "πειραγμένα" σύνθια για τον αυριανό γάμο. Αυτοί, τουλάχιστον, είναι σίγουροι ότι θα ξημερώσει.

26 Σεπ 2008

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ


Όποιος ζωγραφίζει ξέρει ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει για τη δουλειά του, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι εν εξελίξει. Υπάρχουν μέρες που όλα κυλάνε γρήγορα και με τον σωστό ρυθμό. Υπάρχουν κι' άλλες μέρες που στο τέλος τους αισθάνεσαι μια ηλίθια κούραση, ενώ ουσιαστικά δεν έκανες τίποτα.
Κάθε άνθρωπος που ζωγραφίζει, έχει, επιπλέον, να αντιμετωπίσει τους φόβους του, εκτός αν πρόκειται για αναίσθητο. Οι φόβοι έρχονται στο δωμάτιο που ζωγραφίζεις, ένας-ένας ή όλοι μαζί, σαν τις νυχτερίδες. Έρχονται και σου ψιθυρίζουν στο αυτί, πως είσαι ένα τίποτα, πως μας τα χουν πει κι' άλλοι, πως η ζωγραφική πέθανε, κι άλλα τέτοια. Τι κάνεις σ' αυτή την περίπτωση; Δεν ξέρω τι να πω. Προς το παρόν, κι' εκτός απ΄όλα τ' άλλα, είμαι ΚΑΙ οι φόβοι μου.
Όταν κάποιος ζωγραφίζει ένα έργο, σκέφτεται πολλά, άσχετα πράγματα. Σκέφτεται όμως και κάποια σχετικά. Να, για παράδειγμα, εγώ το τελευταίο καιρό "τρώγομαι" με τα παρακάτω:

1. Το κάθε έργο να είναι μια ιστορία.
2. Το κάθε έργο να το δουλεύω με νέους όρους κάθε φορά.
3. Το κάθε έργο να έχει τους δικούς του κανόνες,να έχει από μόνο του όρια.
4. Πρέπει να ξεχνάω τους -ισμούς στο ξεκίνημα, έτσι κι' αλλιώς θα τους βρω στην πορεία (του έργου)
5.Πρέπει να ξεχάσω τα είδωλα μου, μπορεί απ' αυτό που νομίζω πως αρχικά είμαι ή μοιάζω, να προκύψει κάτι άλλο που δεν φανταζόμουν. Μπορεί να προκύψει ακόμα κι' ο εαυτός μου...
6. Η "ομορφιά" προκύπτει όταν κάτι είναι σαφές και καθαρό.(Προσοχή όμως γιατί αυτό περίπου γέννησε και τον Φασισμό) Μιλάω κυρίως για το έργο που φτιάχνω. Όλοι οι συντελεστές (σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και άλλα) πρέπει να υπηρετούν το έργο στο σύνολο του.
7. Για να έχω ένα σαφές αποτέλεσμα, για να οξύνω την "Αφήγηση" μου, πρέπει να αφαιρέσω τα περιττά. Πρέπει όλα να είναι ήσυχα γύρω από έναν μπλε σκουπιδοτενεκέ, για να τον κάνεις ν΄"ακουστεί".
8. "Γοητευτικό" δεν είναι το έργο με γλυκασμούς και με "όπως πρέπει". Το " όπως πρέπει" το ορίζω εγω κάθε φορά.
9. Είναι πολύ ωραία η αίσθηση του να απλώνεις τη μπογιά σε μια επιφάνεια. Αρκεί να ξεπερνάς και τη μπογιά και την επιφάνεια. Να τα μετατρέπεις κάτι άλλο.
10.Δεν πρέπει να με αγχώνει το θέμα της γραφής του πινέλου. Όταν είναι κάτι "σκληρό" πρέπει να αντιμετωπιστεί σκληρά, όταν είναι " γαλήνιο ", γαλήνια.
11. Το βλέμμα είναι που δίνει οξύτητα στα πράγματα. Ένα κρεμμύδι, εάν ζωγραφιστεί με τρόπο ενδιαφέροντα, μπορεί να γίνει πιο ανατρεπτικό κι' από δέκα αγελάδες στη φορμόλη.
12. Τα έργα που μου αρέσουν περισσότερο είναι τα παραστατικά, με αβίαστο εννοιολογικό υπόβαθρο, και σχεδόν "αφηρημένη" σύνθεση.
Αυτά...

22 Σεπ 2008

ΤΟ ΒΟΥΒΟ ΠΑΙΔΙ

Στο σχολείο που δουλεύω υπάρχει ένας μαθητής, ο Πέτρος. Είναι αυτιστικός, μια πολύ σοβαρή περίπτωση. Είναι τριάντα χρονών και δεν βγάζει λέξη απ' το στόμα του. Σπάνια, όταν δεν πάει άλλο, τον πιάνουν κρίσεις και μουγκρίζει. Μοιάζει σαν να χει κλειδώσει την ψυχή του χιλιάδες φορές, και ύστερα να πέταξε το κλειδί στον πιο βαθύ ωκεανό. Δεν είναι ο μόνος. Υπάρχουν πολλοί, και σε διάφορες μορφές. Ο Πέτρος όμως είναι μια από τις πιο συγκινητικές περιπτώσεις.
Γενικά αποφεύγω να γράφω έτσι. Είναι πολύ εύκολο να κατρακυλήσεις στον οίκτο και να φτιάξεις ένα καθωσπρέπει βουρκωμένο κειμενάκι. Είμαι ήδη τρία χρόνια σε Ειδικό σχολείο και βλέπω καθημερινά τους ίδιους και τους ίδιους μαθητές. Μαζί λερώνουμε τα χέρια μας με μπογιές, μαζί χορεύουμε και γελάμε. Είναι μια γλυκειά καθημερινή επικοινωνία. Είναι μαγικό το πώς βρέθηκα διορισμένος καθηγητής ζωγραφικής σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Βρέθηκα, από την κοσμάρα μου, σ' έναν εντελώς άγνωστο κόσμο. Έτσι , χωρίς καθόλου ειδική εκπαίδευση, βρέθηκα ένα πρωί σε μια τάξη με κάμποσα ζευγάρια μάτια να με κοιτάζουν. Τι να πεις σ' αυτά τα παιδιά; Άρχισα ν' αυτοσχεδιάζω, έκανα λάθη, ρώτησα ειδικούς, κατέβασα ιδέες απ' το διαδίκτυο, έκανα τον θεατρίνο και τελικά προχώρησα μέχρι εδώ. Η αλήθεια πάντως είναι ότι κανείς, σ' αυτή τη χώρα, δεν αντιμετωπίζει το θέμα σοβαρά, μόνο με σοβαροφάνεια, δυστυχώς. Σ' αυτό το πεδίο λειτουργούμε λίγο σαν κασκαντέρ, χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Σαν κασκαντέρ, λοιπόν, προσγειώθηκα σε μια τάξη, και βρέθηκα να κοιτάζω τον Πέτρο, το βουβό παιδί. Περνάει την ώρα του ξαπλωμένος σ' ένα καναπέ, με τα πόδια ακουμπισμένα ψηλά στο τοίχο, και το βλέμμα να χει φύγει προς άγνωστες κατευθύνσεις. Ακούει όλη μέρα ποντιακά σ' ένα ραδιόφωνο όλο παράσιτα, λες και θέλει η ψυχή του να σμίξει μ' αυτή τη ξερή, μονόχορδη και όλο ηλεκτρισμό, μουσική. Κάθομαι κι' εγώ απέναντι, με το κεφάλι γεμάτο ιδέες, σχέδια και προβλήματα πολυτελείας. Τον παρατηρώ και σκέφτομαι ότι όλοι μας, τελικά, κρύβουμε μέσα μας ένα τέτοιο παιδί. Υπάρχουν ακόμη πράγματα που μας μαγκώνουν και μας κλειδώνουν. Πράγματα που χάνονται μέσα στο Χρόνο , πολλές φορές για πάντα, άλλα που επιμελώς αποσιωπούνται και άλλα που βγαίνουν με τη μορφή νεύρωσης ή εμμονής. Οι μοντέρνοι καιροί, το καλό μας κλίμα, ή απλά η συνήθεια, μας ωθούν στο να βιώνουμε τα πράγματα μ' έναν ανάλαφρο και όσο γίνεται πιο ανώδυνο τρόπο. Κι όμως μικρά βουβά δράματα εκτυλίσσονται και στις πιο ηλιόλουστες περιοχές. Φτάνει να παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τους περαστικούς στο δρόμο. Πίσω απ' την "κανονικότητα", θα δεις συχνά το βλέμμα του χαμένου, το τικ του απελπισμένου. Γιατί γκρινιάζει ο Έλληνας; Ίσως κατά βάθος όλοι ψάχνουμε για το χαμένο κλειδί...
Κοιτάζω τον Πέτρο στα μάτια, και με κοιτάζει. Στα μεγάλα μαύρα μάτια του, αρχίζω και βλέπω τον εαυτό μου.

9 Σεπ 2008

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ: Η Αληθινή Πρωτοχρονιά




Σεπτέμβριος, όλοι επιστρέφουν νωχελικά στις συνήθειες τους. Οι πόλεις γεμίζουν ξανά με ζωή, κορναρίσματα, και διαδηλώσεις. Στους δρόμους και τις πλατείες κυριαρχούν τα χιλιάδες υποκοριστικά: το τηλεφωνάκι, η καρτούλα, ο Κωστάκης κι' ο Γιωργάκης. Σχεδόν όλοι μιλάνε πάλι για πολιτική, όπως μιλάνε για το ποδόσφαιρο, δηλαδή με τρόπο παθητικό και εξυπνακίστικο. Όσοι πραγματικά υποφέρουν, ηχηρά σιωπούν.
Σεπτέμβριος, κι' όμως οι παχιές σκιές πάνω στα κτήρια, το θερμόμετρο των τριάντα και κάτι βαθμών Κελσίου και οι μαυρισμένες κοιλίτσες των κοριτσιών, φωνάζουν για λίγο ακόμα καλοκαίρι. Το καλοκαίρι όμως, τυπικά, σε λίγο δεν θα 'ναι πια εδώ, Θα φύγει κι' αυτό για διακοπές.
Σεπτέμβριος στην επαρχία. Βουτάς σε πεντακάθαρα νερά και ξεγελάς, έτσι ,τη ρουτίνα και τη τακτοποιημένη, μέσα σε φθινοπωρινά χρονοδιαγράμματα, ζωή σου. Όλα αρχίζουν απ' την αρχή, για μια ακόμη φορά.
Σεπτέμβριος, κι' ένας φίλος λέει ότι τώρα πρέπει να γιορτάζουμε τη Πρωτοχρονιά. Λέτε να 'χει δίκιο;

3 Σεπ 2008

ΕΝΝΕΑ ΜΙΚΡΕΣ ΓΑΛΛΙΕΣ


- Παρίσι, Λούβρο, κύριος με λευκό πουκάμισο και μπλουτζίν, καπνίζει κοιτάζοντας ένα τερατόμορφο σύμπλεγμα από χαλκό.

- Παρίσι, Λούβρο, τουαλέτες, φωτογραφίζω με ενοχές, μια κυρία δυσανασχετεί: «Εδώ δεν είναι μέρος για φωτογραφίες», ο κόσμος περιμένει στην ουρά για να πάει τουαλέτα, Θερμό φώς στο χώρο, πάτωμα γυαλιστερό.

- Παρίσι, Orsay, Whistler και Ασιάτης τουρίστας, εκείνος(Φιλιπινέζος;) ποζάρει με γέλιο φορώντας πουλόβερ γκρι-μαύρο ασορτί με το πίνακα. Η μάνα του Whistler σοβαρή, στο βάθος αριστερά φώς.

- Παρίσι, Λούβρο είσοδος, με βροχή , γκρι παντού, ο χώρος του προαυλίου άδειος, μια κουκίδα τρέχει στο βρεγμένο δάπεδο:Ο Τελευταίος Τουρίστας, στο βάθος τα κτίρια του Λούβρου δένουν άψογα με την Πυραμίδα, η βροχή τα ενοποιεί όλα.

- Troyes, Rue de la Haute Charme, Μεσημέρι, ο δρόμος άδειος, σπιτάκια τακτοποιημένα, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στη Κεντρική Ευρώπη, στη Γερμανία, στην Αγγλία, ίσως…, πάντως όχι στην Ελλάδα με τίποτε, ακόμα και οι κίτρινες γραμμές στην άσφαλτο δεν θυμίζουν με τίποτα Ελλάδα.

- Troyes, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Κυριακή πρωί με λιακάδα, προσπαθώ να θυμηθώ τον «Σταθμό Σαίν Λαζάρ» του Monet, στο βαγόνι μια εικόνα που ίσως ποτέ να μη ζωγραφιστεί: Μια Οικογένεια Μαύρων Πάει στο Παρίσι.

- Troyes προς Παρίσι με τρένο, έξω το τοπίο τυπικά «γαλλικό», μου θυμίζει όμως (δεν ξέρω γιατί) τον Έβρο προς τα βόρεια μετά το Σουφλί.

- Παρίσι, Σιδηροδρομικός Σταθμός της Ανατολής, φτάνοντας αναπνέει κανείς τον αέρα της μητρόπολης: ένα μίγμα κλεισούρας του Μετρό, βροχής, σκόρδου τσιγαρισμένου σε βούτυρο.

- Παρίσι, Σταθμός Μετρό Saint Germain des Pres, με βροχή αν και Αύγουστος, η μοναδική μυρωδιά του παρισινού υπογείου, κοιτώ το μηχάνημα για καφέδες που ακτινοβολεί: Μπλε-Άσπρο-Κόκκινο, πόσα πράγματα ακόμα δεν έχουν ειπωθεί, στο τοίχο μια αφίσα διαφημίζει εξωτικές διακοπές στην Ελλάδα…

30 Ιουλ 2008

ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ

Παρατηρώ τους ανθρώπους στο κατάστρωμα, επιστρέφοντας από Σκύρο. Μοιάζουν όλοι τόσο "θεατρικοί", έτσι όπως φωτίζονται από τις πρωινές ακτίνες. Οικογένειες, ζευγάρια, γέροι, παιδιά. Έλληνες, ξένοι, γύφτισσες με αινιγματικά μοτίβα στο φουστάνι και ολοφάνερα σκοτεινά κενά ανάμεσα στα δόντια. Συνταξιούχοι, αδειούχοι, πτυχιούχοι. Όλοι απλωμένοι στο κατάστρωμα σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όλοι περασμένοι απ' το βερνίκι των διακοπών: μαυρισμένοι, αθώοι και διαυγείς. Μερικοί θα είναι λυπημένοι, άλλοι πάλι κουρασμένοι ή απλά αφηρημένοι. Σχεδόν όλοι ξαναβρίσκουν, μουδιασμένοι, τον πραγματικό εαυτό τους. Ο συνταξιούχος θα επιστρέψει στα φάρμακα του, στις ειδήσεις του, των οκτώ. Ο Γάλλος με το σορτσάκι, θα επιστρέψει στο καλό του το κρασί και στη σοβινιστική του αυτάρκεια. Ο αιώνιος φοιτητής θα ξαναβρεί το αιώνιο "μπάχαλο" του, αδυνατώντας, όπως πάντα, να αντιληφθεί πραγματικά την ουσία της εξέγερσης και ,εντέλει, της ελευθερίας.
Και φανταστείτε πως βρισκόμαστε ακόμα στη μέση του καλοκαιριού. Κι΄ άλλοι πολλοί θα πάνε και θα ρθούνε. Κι εγώ πάλι θα κάθομαι σ' ένα κατάστρωμα, να τους παρατηρώ.

13 Ιουλ 2008

ΜΙΑ ΤΑΜΠΕΛΑ


Την φωτογραφία την τράβηξα ένα καυτό μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Ροτόντας. Το κορίτσι περιμένει ίσως ένα ταξί, αλλά ίσως και να μην περιμένει τίποτα.
Άραγε ξέρει ότι στη ταμπέλα ,που βρίσκεται πάνω απ΄το κεφάλι της, ο χιουμορίστας (ή μήπως ανυποψίαστος;) καταστηματάρχης εμφανίζει έννοιες που η μεταξύ τους σχέση γέννησε, ειδικά στην Ελλάδα, πολλές παρανοήσεις;
Μπορούμε με τη αυθαίρετη χρήση της έννοιας "ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ" να ξεμπερδέψουμε με το δίλημμα ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ-ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ; Φτάνει να τρώμε κάθε χρόνο το Πάσχα MacΣαρακοστή για να νιώσουμε οτι έχουμε παντρέψει τους δύο διαφορετικούς εαυτούς μας;
Όλα αυτά έχουν απασχολήσει, εδώ και, τουλάχιστον ένα αιώνα, πολλούς. Η σύγκρουση των δύο κόσμων (ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ-ΠΑΡΑΔΟΣΗ) δημιούργησε ,εκτός από αριστουργήματα, και ανθρώπους χαμένους στην ομίχλη της ημιμάθειας. Όταν επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε τις παραπάνω έννοιες, σαν σχήματα κλεισμένα στον εαυτό τους, αγνοώντας τον έξω κόσμο, τότε έχουμε χάσει τη μπάλα. Τι να μας κάνουν τότε τα συνεχή "παντρέματα", οι μίξεις και το ξαναζεσταμένο παραδοσιακό; Μια βαθιά συντηρητική κοινωνία ακόμα και τα ανακατέματα τα κάνει με τρόπο συντηρητικό, με αποτέλεσμα να τρώμε πολλές και άνοστες σούπες.
Ο κόσμος μας είναι υπέροχα μπερδεμένος. Προχθές το βραδύ είδα το συγκρότημα IMAM BAILDI που έπαιζε Μάρκο και Τσιτσάνη μ΄ ένα τρόπο ακομπλεξάριστο, αθώο και αντινοσταλγικό. Από κάτω παιδιά με φράντζες και καρώ παπούτσια χοροπηδούσαν με τη (λουπαρισμένη) φωνή των ρεμπετών απ' τα βάθη των χρόνων. Το θέαμα τελικά, ήταν σαν κάτι απ' το μέλλον..
Καταλαβαίνετε τη θέλω να πώ; Δεν χρειάζεται βία. Όλα θα βρούν τη θέση τους. Δεν γίνεται "ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ" με το ζόρι, κι' απ' την άλλη , όσες αναβιώσεις και να επιχειρήσουμε τη "ΠΑΡΑΔΟΣΗ" δεν τη σηκώνουμε απ' το νεκροκρέβατο της. Ήρθε ο καιρός για το ξεπέρασμα των εννοιών, ή μάλλον καλύτερα, ήρθε ο καιρός να διορθώσουμε τις ήδη χαλασμένες.

ΥΓ. Λέτε να τα ξέρει όλ 'αυτά η Θεσσαλονικιά της φωτογραφίας και γι' αυτό να λάμπει;

8 Ιουλ 2008

ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΧΑΜΗΛΩΝ ΤΟΝΩΝ


Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος "καλλιτέχνης" για να είναι δημιουργικός. Ούτε "ηγέτης" για να αλλάξει τις καταστάσεις. Κατηγορούμε πολύ εύκολα τους άλλους για όλα τα κακά. Τις πυρκαγιές, τα σκάνδαλα, την υπερθέρμανση του πλανήτη. Λέμε και ξαναλέμε σαν ρομποτάκια ότι" δεν πάει άλλο ", "ότι τίποτα δεν είναι όπως παλιά". Τι βολική απαισιοδοξία! Στην Ελλάδα πουλάνε τώρα όσοι μιλάνε για" έναν κόσμο χαλασμένο " με μία έπαρση που μόνο ύποπτη μπορεί να είναι. Για το απροχώρητο μιλάνε και οι ερασιτέχνες φύρερ των καναλιών και μας δείχνουν ντοκουμέντα για εξωγήινους προγόνους. Για το απροχώρητο μιλάνε και οι επαναστάτες του συρμού που κατά τ' άλλα δεν μπορούν ν' αρθρώσουν λέξη.
Αρκεί να δούμε μια ωραία ταινία, να μας χαμογελάσει ένα παιδάκι , για να καταλάβουμε ότι τα πράγματα ,καλά και κακά , εξακολουθούν να προχωρούν. Ζωή και Έργο δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο κοντά , όσο είναι σήμερα. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς για να το ανακαλύψουμε. Το ΕΡΓΟ ξεπηδάει απ' το τίποτα, δεν χρειάζεται πια φασαρία. Αρκούσε μια σκουριασμένη ιστορία για τον Jesse James, από το τέλος του19ου αιώνα, για να γεννηθεί, το χειμώνα που πέρασε, ένα αριστούργημα. Εμείς οι ίδιοι θα δώσουμε σημασία σ' αυτό που κάνουμε. Και δεν μιλώ για τη Τέχνη, ούτε για τη Πολιτική. Μιλάω κυρίως για τα μικρά που όλοι τα θεωρούμε ασήμαντα. Μιλάω για τα πράγματα που, μ' όλο το θόρυβο των ημερών, επιμένουν να είναι χαμηλών τόνων.

18 Ιουν 2008

H ΣΚΙΑ του Νίκ Κέιβ

Αρχές καλοκαιριού, Ιούνιος. Πήγα να δω το Νίκ Κέιβ στη Θεσσαλονίκη. Αντί να δω ένα κουρασμένο παλικάρι, έναν βαριεστημένο ρόκερ, είδα έναν καλλιτέχνη που, σαν σχοινοβάτης, ισορροπεί ανάμεσα σε έννοιες όπως: παράδοση-νεωτερικότητα, κλασσικό-σύγχρονο, σοβαρό-κωμικό, καινούργιο-παλιό. Κυρίως σκεφτόμουνα το τελευταίο. Ποιά είναι η σχέση του καινούργιου με το παλιό;
Γιατί μας πιάνει μια τρέλα, ειδικά στην Ελλάδα, με το ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ; Καινούργιο αυτοκίνητο, ακίνητο, κινητό, καινούργια έπιπλα και ψυγεία, καινούργια γυναίκα ,σχέσεις, φίλοι, καινούργιες ιδέες. Γιατί το παλιό προσπαθούμε βιαστικά να το κουκουλώσουμε, να το φιμώσουμε, να το ξεχάσουμε; Γιατί όταν το παλιό επιστρέφει ηχεί σαν κλαψιάρικη νοσταλγία ή σαν χαζοχαρούμενη αναβίωση; Είναι το παρελθόν παλιό και το παρόν καινούργιο;
Φυσικά αν είναι να σκέφτεσαι όλα αυτά κατά την διάρκεια μιας συναυλίας, τότε πάνε χαμένα τα 45 ευρώ που έδωσες για να μπεις. Μια καλή συναυλία την απολαμβάνεις, νιώθεις ,έστω και προσωρινά, καινούργιος και ανάλαφρος, πιστεύεις ότι όλα αρχίζουν τώρα. Ο παλιός μας εαυτός περιμένει απέξω βαρύς κι’ ασήκωτος , και μας ξαναβρίσκει όταν σταματήσει η μουσική. Αλλά την ώρα της συναυλίας το μυαλό θέλει άλλα.
Στους Λαζαριστές λοιπόν, είδαμε έναν Κέιβ οργισμένο, νεανικό, χιουμορίστα, στριπτιζέρ, προκλητικό, τρυφερό, αλλά και πάνκ, ντύλαν, καουμπόη, νέγρο, αρχαίο και μεταμοντέρνο μαζί. Σε μια εποχή διαδικτυακού αυνανισμού και σουπερ μάρκετ μελαγχολίας, ο Αυστραλός επιμένει να μας μιλάει για φεγγαρότοπους, για τη νύχτα των λωτοφάγων, για τον άνθρωπο του μεσονυκτίου, και μαζί μ ’αυτά επιμένει σταθερά με τον Ιησού, τις τρελές γυναίκες, την λάσπη, τον πάθος και τον πόνο. Επάνω στη σκηνή νόμιζες ότι συνεχώς προσπαθεί ν’ αποφύγει ένα πελώριο μαύρο πουλί. Το συγκρότημα , «οι Κακοί Σπόροι» ακολουθούσε τον τραγουδιστή σε όλους τους απίθανους τόπους του με συνέπεια, από τα ερεβώδη δάση μέχρι τις ηλιόλουστες πεδιάδες . Ειδικά ο Έλλις, βιβλική φιγούρα με ηλεκτροφόρο βιολί, έβγαζε κάτι ήχους άγνωστους, σαν να ήταν θαμμένοι για αιώνες κάπου την αυστραλιανή έρημο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚ ΚΕΪΒ. Ήταν μια σκιά με χαρακτήρα. Την έβλεπες να απλώνεται στον ένα τοίχο της Μονής σαν σκοτεινός αναρριχώμενος κισσός. Αμέσως σ’ έκανε να σκέφτεσαι ποιος ακολουθεί ποιόν; Η Σκιά τον Νίκ, ή ο Νίκ τη Σκιά;
Ας επανέλθω όμως σ’ αυτό άρχισα να λέω. Αν υποθέσουμε ότι ο Νίκ είναι το «καινούργιο» , και η Σκιά του είναι το «παλιό» , τότε ποίος πραγματικά ακολουθεί ποιόν; Μπορούμε να διαγράψουμε τη σκιά μας; Όχι. Μπορούμε να της ξεφύγουμε ή να την κυνηγήσουμε όπως κάνει η γάτα; Πάλι όχι. Ο Κέιβ το ‘χει καταλάβει αυτό νωρίς και δεν μπαίνει στο κόπο. Αντιθέτως έχει μάθει ν’ ακούει τη Σκιά του. Η δύναμη του αντλείται από κει ,από μια δεξαμενή απ’ το παρελθόν. Το παλιό πρέπει να ξαναγεννηθεί στο καινούργιο. Η παράδοση ζητάει να ξανακερδιθεί. Τα κορίτσια που πληγώσαμε στο παρελθόν ζητούν να δικαιωθούν στο πρόσωπο του σημερινού μας κοριτσιού. Οι «παλιοί» μας εαυτοί, που επειδή δεν μας κάνανε, τους πετάξαμε στα σκουπίδια σαν «καλοί» νεοέλληνες, ζητούν να γίνουν σκιές μας.
Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το «παλιό»; Πως είναι ο άνθρωπος χωρίς τη σκιά του; Είναι ένας άνθρωπος φωτισμένος τεχνητά από τους προβολείς των ιδεών του και μόνο. Είναι αυτός που στο όνομα μιας ΙΔΕΑΣ, δεν αναλαμβάνει το ρίσκο να αντιμετωπίσει τη ζωή όπως έρχεται, με όλες της τις σκιές, τα κενά και τις τρύπες της. Μια ζωή λειασμένη είναι ψευτοζωή. Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος να μας ρουφήξει το «παλιό», να πνιγούμε στη σκιά του «παρελθόντος». Αυτό είναι το δεύτερο αγαπημένο σπορ των Ελλήνων , μετά την λατρεία για το «καινούργιο». Τότε γινόμαστε οπαδοί φανατικοί και λάτρεις φαντασμάτων. Καταλήγουμε να λέμε ότι η ζωή εκεί έξω είναι μια Τερατώδης Καθημερινότητα. Υπάρχει τελικά η ενδιάμεση κατάστασή; Πώς ισορροπεί ο Νικ Κέιβ στο σχοινί;
Με το φριχτό αυτό ερώτημα κολλημένο σαν τσίκλα στο μυαλό μου οδηγούσα στην Εγνατία με τον ασπρουλιάρικο της ουρανό. Επέστρεφα σε μια πόλη που μπορεί ποτέ να μην ζωγραφιστεί, να μην τραγουδηθεί. Μια πόλη με κομμωτήρια και καταστήματα ντι βι ντί. Χωρίς σκιές και φαντάσματα, νεόδμητη. Ίσως αυτό το «τίποτα», να είναι το κατάλληλο πεδίο για να ξεκινήσουμε να ζούμε «δημιουργικά» τις αντιφάσεις και τα διλήμματα μας. Δεν ξέρω, ίσως.

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες