23 Δεκ 2008

Ρεβόλβερ



Όταν πέθανε ο Χάρισον, ένιωσα σαν να πέθανε κάποιος πολύ αγαπημένος θείος. Έχω μια πολύ ζωντανή σχέση μαζί τους. Ακόμα και στα δεκάξι που άκουσα ξαφνικά κλας και πίστολς , τους απαρνήθηκα ηχηρά, σαν να είχα τσακωθεί με τον πατέρα μου για πρώτη φορά. Τώρα είμαι τριαντατριών, δηλαδή πολύ πιο μεγάλος απ' την ηλικία που είχαν όταν διαλύθηκαν. Στην ηλικία μου είχαν ήδη κάνει ο καθένας δύο- τρεις σόλο δίσκους, είχαν μπει σε κλινικές αποτοξίνωσης, είχαν ήδη παιδιά, είχαν κουρευτεί-αφήσει μούσι-ξανακουρευτεί, τους είχαν ήδη για δεινόσαυρους. Όλα είχαν ήδη γίνει,μέσα σε οκτώ χρόνια, και για να είμαι πιο ακριβής από το τέλος του '65 μέχρι το '67. Μέσα στη διετία αυτή κυκλοφόρησαν τα: RUBBER SOUL, REVOLVER, SGT PEPPERS. Τρεις δίσκοι που τους μετέφεραν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τον ασφαλή και δίχως ρίσκο ήχο του ποταμού Μέρσευ,στον πολυδιάστατο ήχο της πραγματικότητας.Μέσα σε δύο χρόνια όλα από μαυρόασπρα έγιναν έγχρωμα.
Ειδικά το ΡΕΒΟΛΒΕΡ είναι ένας δίσκος που ακούω πολύ συχνά τελευταία. Πιστεύω ότι είναι ο ιδανικός δίσκος για περιόδους μεταβατικές(όπως αυτή που περνάω ή περνάμε),ένας δίσκος -μεταίχμιο, για ανθρώπους που αλλάζουν, "σκληραίνουν" τον ήχο τους όχι από στυλ, αλλά από ανάγκη. .Όλα γίνονται κάτι άλλο και αυτό αρχίζει επιτέλους να φαίνεται. Υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι δίσκοι, οριακοί, το BRINGING IT ALL BACK HOME ή το PET SOUNDS ας πούμε προηγήθηκαν και το ΡΕΒΟΛΒΕΡ έχει κάτι απ' τη "μυρωδιά"τους.Αποπνέει κι' αυτό μια αίσθηση απελευθέρωσης από τις παλιές "φόρμες" που μας βαραίνουν. Έχει κάτι απ' το :"αφήνω τον παλιό κόσμο και χωρίς να τον διαλύσω εντελώς,παίρνω ότι μου χρειάζεται κι' οδεύω προς κάτι καινούργιο".
Τα μισά, περίπου, τραγούδια του δίσκου διατηρούν κάτι από τους "μαυρόασπρους" χρόνους:απευθύνονται πάλι σε κάποιο κορίτσι,υπάρχει ακόμη λίγη "βρετανική εισβολή" και ψήγματα του γνώριμου ήχου που τους καθιέρωσε. Όμως ο βήχας που ακούγεται στην αρχή, πριν απ' το ΤΑΧΜΑΝ, μας προετοιμάζει για ένα δίσκο πιο τσαλακωμένο, πιο ρέμπελο, πιο ειλικρινή, που δε κρύβει τις ατέλειες του. Αγαπώ σχεδόν τα πάντα στο ΡΕΒΟΛΒΕΡ. Τα ELEANOR RIGBY και FOR NO ONE έχουν κάτι από τη σοβαρότητα και το μεγαλείο των ελαιογραφιών του COURBET, παιδάκια και τα δυο ενός τολμηρού και τόσο ώριμου, παρά τα εικοσιτρία του, Μακάρτνει, το "ξεσηκωτικό" TAXMAN με τις σοσιαλίζουσες αποχρώσεις του και τις κοφτερές κιθάρες του, το τεμπέλικο και όλο υπονοούμενα I'M ONLY SLEEPING,την υπέροχη μπασογραμμή στα TAXMAN, SHE SAID, AND YOUR BIRD CAN SING, DOCTOR ROBERΤ,το σαν παιδικό σχέδιο YELLOW SUBMARINE, το τρισδιάστατο TOMORROW NEVER KNOWS του Λένον που τελειώνει τον δίσκο και που μοιάζει σαν ν' αφήνει μια πόρτα ανοιχτή στο μέλλον. Κι άλλα πολλά.
Ο ήχος του Ρεβόλβερ δεν είναι ρετρό, αν και γράφτηκε πριν σαραντατόσα χρόνια, βρίσκει κανείς στοιχεία που συνεχίζουν να ισχύουν και σήμερα: παραμόρφωση, λούπες κλπ. Υπάρχει επίσης ένα άνοιγμα σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, όχι με τη διάθεση ενός δυσκοίλιου πειραματισμού, αλλά με τη χαρά που νιώθουν τα παιδιά όταν ανακαλύπτουν κάτι, έτσι πλάι στις ηλεκτρικές κιθάρες έρχονται και δένουν τα κόρνα και τα σιτάρ συμπληρώνοντας την γιορτή. Σε όλο το δίσκο υπάρχει μια ατμόσφαιρα μυστικού ηλεκτρισμού, σαν να βρισκόμαστε λίγο πριν μια μεγάλη αποκάλυψη. Εδώ σιγοβράζουν όλα όσα θα εκραγούν αργότερα στο SGT PEPPER και θα ανθοφορίσουν στο ΛΕΥΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ.
Ο δίσκος έχει και αδυναμίες, μια επιπόλαια, ξώπετση ακόμα, αντιμετώπιση της Ινδικής Μουσικής (LOVE YOU TO) απο τον Χάρισον, που αργότερα βέβαια μας έδωσε πιο εμπεδωμένα δείγματα, κάποια αφέλεια δεκαετίας 60 στους στίχους (σ' αυτόν το τομέα ο Ντύλαν τότε τα κατάφερνε καλύτερα), και μερικές ατέλειες στη παραγωγή ,που μπορεί σήμερα βέβαια να Θεωρούνται και προτερήματα. Αδυναμία, επίσης, μπορεί να θεωρηθεί και ο δισταγμός που νιώθει κανείς λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα το παλιό του πρόσωπο, και το 1966 όλοι, και οι μουσικοί της ποπ φυσικά, πρέπει να ένοιωθαν κάπως έτσι.
Ποιο το νόημα να ακούμε το Ρεβόλβερ σήμερα, τώρα που όλα συμπιέζονται σε μικροσκοπικά φλασάκια; Τι έχουμε να κερδίσουμε από ένα βινύλιο του '66 τώρα που όλοι μιλάνε για ανατροπή των αξιών και ενός κόσμου που ακόμα και οι Μπιτλς είναι μέρος του; Πιθανόν οι περισσότεροι να μη κερδίσουν τίποτα. Όσοι έχουν αυταπάτες και θεωρούν ακόμα ότι οι Μπιτλς ήταν οι ελαφριοί και οι Στόουνς οι σκληροί, όσοι χωρίζουν τα πράγματα σε Παναθηναικούς και Ολυμπιακούς, καλούς και κακούς,παλιούς και νέους, είναι καταδικασμένοι να μη καταλαβαίνουν τίποτα, ούτε τους μεν ούτε τους δε, ούτε καν τον εαυτό τους.

πηγή για εικόνα-lineout.the stranger.com

14 Δεκ 2008

Λίγο μετά τα γεγονότα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα


Καθώς επιστρέφει στη πόλη σιγά-σιγά η τάξη, έρχεται η ώρα να δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα. Ας ευχηθούμε αυτή «επιστροφή στη τάξη», να μη καταλήξει βιαστικό κουκούλωμα της νέας αυτής πραγματικότητας, να μη γίνει αφορμή για νέες, συντηρητικές, αυτή τη φορά, κορώνες. Το τόσο Ελληνικό και μικροαστικό «νοικοκυρεματάκι», είναι συνήθως ένα επιπόλαιο σκούπισμα όσων βλέπει η πεθερά. Το θέμα μας είναι τι μένει απ’ όλα αυτά, δηλαδή, όσα δε βλέπει η πεθερά. Αυτά συνήθως που μένουν «ασκούπιστα» κάτω απ’ το χαλί, είναι αυτά που διαμορφώνουν καταστάσεις, σχηματίζουν ρεύματα και , κάποιες φορές, ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι αφελείς, που μες τη φωτιά ονειρεύονται ανατροπές της Κοινωνίας, της Πολιτείας, , χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτό που ,πρώτα απ’ όλα ,πρέπει να ανατραπεί, είναι τα χιλιάδες συμπλέγματα, ο εγωισμός και τα «αντί» που τους σκλαβώνουν. Η απελευθέρωση μας από το δικό μας, καθημερινό ,μίζερο εαυτό, είναι, πια, το ζητούμενο. Αυτός που μας εξουσιάζει και πρέπει να νικηθεί, είναι ο βαριεστημένος, παθητικός, χαζοχαρούμενος εαυτός μας, από εμάς ξεκινούν όλα.
Τώρα θ’ αρχίσει η προσπάθεια «νομιμοποίησης» της νεανικής, εναλλακτικής, κουλτούρας: , κυριακάτικες εφημερίδες ,ρούχα, διαφημίσεις, προγράμματα τραπεζών, το ΠΑΣΟΚ, όλα δουλεύουν για τους νέους, όλα θα πνίξουν γρήγορα αυτό που πήγε να γεννηθεί. Όσοι σήμερα γλείφουν τους νέους, ήταν οι ίδιοι που τους αγνοούσαν όλα αυτά τα χρόνια. Όλοι αυτοί οι ‘σοφοί», που σχολαστικά αναλύουν τη «νεανική εξέγερση», είναι οι ίδιοι που πριν λίγο καιρό μιλούσαν με ύφος περισπούδαστο για βουβές, παθητικές γενιές, για τα παιδιά με τις φράντζες και το απλανές βλέμμα ,για το απροχώρητο, για το Τέλος, φροντίζοντας με επιμέλεια και προσοχή τη καριερούλα τους. Είναι υποκριτικό να τα δίνουμε όλα ξαφνικά στους νέους. Οι νέοι απεχθάνονται κάτι τέτοιες πρακτικές, πιο πολύ κι’ απ’ τον αυταρχισμό.
Δεν πιστεύω σε καλύτερες ή χειρότερες γενιές, δεν πιστεύω ούτε σε γενιές πια, είναι ένα άλλοθι για να κρυβόμαστε πίσω απ’ αυτά που κάνουμε ή δεν κάνουμε. Τι σημαίνει ο πολιτικός της γενιάς του, ή ο τροβαδούρος της γενιάς του; Άλλη μια δημοσιογραφική ορολογία που εισέβαλε στις συζητήσεις μας.
Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα υπήρχε , όλα αυτά τα χρόνια, μια επίφαση ευτυχίας και ευμάρειας, μια ολόκληρη νοοτροπία που μας «τύφλωσε», ενώ κυλούσαν, όπως πάντα, σημαντικά προβλήματα. Πολλοί άνθρωποι μεγάλωσαν τη τελευταία δεκαετία- δεκαπενταετία σε συνθήκες δυστυχίας, χωρίς να είναι απαραίτητα φτωχοί. Αυτοί είναι οι νέο- δυστυχισμένοι άνθρωποι, που μαζί με τους νεόπτωχους, φτάνουν, σήμερα, στα όρια τους.
Δεν μου αρέσει η εμμονή στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, ούτε η μοιρολατρία, επίσης δυσκολεύομαι με τις ενδοσκοπήσεις. Νομίζω, όμως ότι πρέπει όλοι μας να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στο καθρέπτη. Να αναρωτηθούμε τι θέλουμε και που πάμε και κυρίως τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια.
Εμείς που είμαστε γύρω στα τριάντα κάτι, βολευτήκαμε πρόωρα σ’ ένα κατοικίδιο κυνισμό. Ψάχνοντας το άλλο,πολλοί καταλήξαμε να κοιτάζουμε τη δουλίτσα μας, μισοπαντρεμένοι και μπερδεμένοι. Μεγαλώσαμε σ’ ένα κλίμα «δικαιωμένου λαού», οπού διάφοροι αγριεμένοι, ακούρευτοι μουστακαλήδες, ήταν πια το νέο κατεστημένο. Μια αυτοκρατορία ελαφρολαική, σοσιαλιστική, που ενθάρρυνε μπόλικους εγωισμούς, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Ήταν φυσικό, κατά κάποιο τρόπο, να είμαστε καχύποπτοι με τις λέξεις «λαϊκός» ή «μαζικός». Κάναμε, άθελα μας, αντίσταση σ’ αυτό που λέγαν οι άλλοι «προοδευτικό». Φτάσαμε, ακόμα, και στο σημείο να απαρνηθούμε τη πολιτική. Ψηφίζαμε ανόρεχτα και κυνικά, κάτι άγνωστους, σαν να κάνουμε κάτι μάταιο, κάτι που σε λίγο δε θα ισχύει. Η ελληνική αριστερά, με τη ξύλινη της γλώσσα και τον ευκαιριακό της προοδευτισμό, δε μας βοήθησε καθόλου να την αγαπήσουμε, περιορίστηκε, έτσι, σε μια μερίδα γραφικών νέων ανθρώπων που ζουν και μιλάνε ασαφώς, με φράσεις γεμάτες «ενάντια» και «κατά», πάντα συνεπείς στην ασυνέπεια τους.
Έτσι φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, να μας κυβερνάνε χωρίς πυξίδα, εναλλάξ, δύο κουρασμένα κόμματα, ενώ εκεί έξω στη ζωή, κυλάει το σκοτεινό ποτάμι που φέρνει κρίσεις, ανεργίες, απελπισία, οργή , αλλά και κάθε διάφορα είδη ρατσισμού και φανατισμού.
Όλοι ευθυνόμαστε γι΄ αυτό που ήρθε, εμείς φορέσαμε τις κουκούλες πριν τους «κουκουλοφόρους». Δεν είναι δουλειά μου να μιλήσω για τους άλλους( ΜΜΕ, πολιτικοί κ.α.), ας κάνουν αυτοί την αυτοκριτική τους.
Δεν πιστεύω στον άη Βασίλη, αλλά αν υπάρχει ας φέρει, αντί για δώρα, σ’ αυτό το τόπο ψυχραιμία και λογική.

8 Δεκ 2008

Το Επόμενο Σάββατο


Βλέπω την φωτογραφία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.Με μπλούζα GOD SAVE THE QUEEN ποζάρει στα σταρμπακς. Χαμογελάει ντροπαλά με μισόκλειστα τα μάτια και τα μαλλιά του ανεμίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν ένα παιδί της εποχής του, μ' όλη τη ζαλάδα και την σκοτεινιά που νιώθει κάποιος στα δεκαπέντε του. Και την έξαψη επίσης. Το 90-91 ήμουν και εγώ δεκαπέντε χρονών, φορούσα και εγώ μπλούζα σεξ πιστολς,που είχα αγοράσει με τα λεφτά του μπαμπά.Τότε γίνονταν οι πρώτες μεγάλες καταλήψεις επί Κοντογιαννόπουλου. Ήμουν δειλός, ήμουν συσκοτισμένος, αλλά κατέβαινα στις πορείες, όπως όλος ο κόσμος.Ένοιωθα και εγώ αυτή την έξαψη.
Πολλά σχετικά θα γραφτούν αυτές τις μέρες, κείμενα εν θερμώ, χωρίς ψυχραιμία. Δώσε τέτοια στον ΈΛΛΗΝΑ και πάρε του τη ψυχή.Με τη μια αντιεξουσιαστής, ενώ στο σπίτι, στη δουλειά, στη διασκέδαση ένα βολεμένο νομοταγές γουρούνι.
Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος εάν δεν πέθαινε, το επόμενο Σάββατο μπορεί να ξαναπερνούσε απ' τα σταρμπακς, ύστερα Θα περνούσε κι' απ' το κέντρο της πόλης, οπού τώρα πρόσφατα είχε αρχίσει να το ανακαλύπτει.Θα έβλεπε την Αθήνα τη νύχτα, τα φώτα, τα κορίτσια, τις κάμερες παρακολούθησης. Ένας μαγικός, άλλος κόσμος Θα ζωντάνευε στα μάτια του. Ένας κόσμος που θα τον έκανε να διώξει σιγά σιγά τη σκοτεινιά και τη ζαλάδα του. Και τη ντροπή, επίσης. Δεν είχε πεί σε κανέναν γι' αυτή του την ανακάλυψη.Γι' αυτή του την έξαψη. Θα το έλεγε ίσως, το επόμενο Σάββατο.

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες