16 Δεκ 2009

Θεσσαλονίκη


Το περασμένο Σαββατοκύριακο, ξαναβρέθηκα, έτσι για διάλειμμα,  στη πόλη με τα ωραία σουτζουκάκια, την υγρασία, τα φαντάσματα, τον φλαμανδικό ουρανό , το νεφελώδη μοντερνισμό , και τους ανεκδιήγητους τοπικούς  άρχοντες.
¨Ηταν ωραία, έκανε κρύο, ήταν σχεδόν Χριστούγεννα, κι έτσι ξέχασα τι ήθελα να γράψω γι' αυτήν.
Μια άλλη φορά, ίσως.

Τα Γυράδικα

.
Βλέπω τα γυράδικα από μακριά, εικόνα γιορτινή μες το σκοτάδι. Πλησιάζω. Στο Μπλε- Φιστικί μαγαζί, με το ασαφές ηχητικό χαλί, το ξανθό κεφάλι της πωλήτριας κινείται νευρικά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Το αφεντικό, ένας καθιστός κρεάτινος όγκος, επιβλέπει:  τη ξανθιά -τα κρέατα -τους πελάτες. Πιο πίσω, στη σούβλα, ένας κάθετος, κρεάτινος, όγκος, υποβλητικά φωτισμένος, ξεροψήνεται, γυρνώντας αργά, ασταμάτητα, σχεδόν τελετουργικά, μπροστά στα γουρλωμένα μάτια των πεινασμένων της πόλης.
 Είναι φορές που η γιορτή (και η λαιμαργία) μας κάνει να ξεχνούμε τη φρικτή πλευρά των πραγμάτων.

24 Νοε 2009

Το Λασπωμένο Πόδι: Ένας Ζωγράφος.

Αυτός είναι ο Reggie Pedro ή Mudfoot. Αφρο-Βρεταννός. Καλλιτέχνης  των δρόμων και των υπογείων του Λονδίνου. Απόδωσε με τη ψυχή στο στόμα, όλα όσα έβλεπε κι ένοιωθε , κυκλοφορώντας στην  πόλη. Τα υλικά του, αν και "παλιά", απλώνονται (στο χαρτί ή στο τελάρο)  με μια ορμή σύγχρονη που δεν  σκοπεύει μηδενιστικά να τα διαλύσει όλα, αλλά που αντίθετα, σαν οικείος αέρας, συμπαρασύρει και συμπεριλαμβάνει : παιδικές μνήμες, ζεστά καλοκαίρια στο γκέτο της πόλης, ήχους απ' τ' ανοιχτά παράθυρα του εργαστηρίου και  σημειώσεις και  σκέψεις για αυτό που θα ρθει...Έφυγε, έτσι ξαφνικά πολύ νέος, πριν απο  δύο χρόνια...
Τον νιώθω, για έναν περίεργο λόγο, συγγενή μου. Με ενδιαφέρει  η λιγότερο χρωματιστή και κραυγαλέα φάση του, ο τρόπος που συνθέτει μια εικόνα, ακόμα και το οτι (σκόπιμα;) αφήνει να φανούν κάποια "λάθη" του.
Σας μπέρδεψα;
Δείτε καλύτερα την ιστοσελίδα του.
Τα λέμε σε λίγες μέρες με φρέσκα κι ωραία...

α! Εικονογράφησε και κάποιους δίσκους των GOMEZ(βλ.φωτό) ,που παλιά τους άκουγα συχνά.

17 Νοε 2009

Γ. Το Γήπεδο.



Εθνικός Αλεξανδρούπολης, μπλε πλαστικά καθίσματα  , σπασμένοι προβολείς, και ένα γκράφιτι "welcome to hell". Ησυχία. Ένας γλάρος πετάει. To γήπεδο της πόλης περιμένει τη Κυριακή.
 Κυριακή παρά Κυριακή, μαζεύονται εδώ οι λιγοστοί  φίλαθλοι.  Άνδρες , με μπλε  κασκόλ ροκανίζουν το κυριακάτικο απόγευμα τους, μασουλώντας, βαρετά σάντουιτς με λουκάνικο και μουστάρδα πριν αρχίσει το ματς.
Στο ματς σπάνια ακούς φωνές χαράς, πιό συχνά ακούς το προπονητή να γαβγίζει σε κάθε σφύριγμα. Σαν γνήσιος Έλληνας, αισθάνεται διαρκώς αδικημένος και του ρχεται να σκάσει.
  Στα γήπεδα η Ελλάδα , άλλοτε, αναστέναζε. Μετά αναστέναζε κάτω απ’'το μπαλκόνι ενός ηγέτη, πιο πρόσφατα στα σκυλάδικα ή στη Τιβι, τώρα πια δεν ξέρω... Ίσως έχει ξεχάσει γιατί αναστενάζει.
 Το εγχώριο ποδόσφαιρο, παραπαίει ξανά, η μνήμη των ημερών του Euro μοιράζεται πλάι στα " Τραγούδια του Αγώνα", στις Κυριακάτικες Εφημερίδες.
 Χλιαρός καιρός στη πόλη του Φάρου. 17η Νοεμβρίου με νοτιά που σε αρρωσταίνει. Δύο παιδιά με  βερμούδες περπατούν ανάλαφρα προς το έρημο γήπεδο. Στο σχολείο τους, για μια ακόμη φορά, «γιόρτασαν» μηχανικά και στείρα τις παλιές εκείνες μέρες. Η φωτιά έγινε σύνθημα και το σύνθημα, συνήθεια. Στο άδειο γήπεδο, τουλάχιστον, είναι προφυλαγμένα απ’ το αφόρητο και, για χιλιοστή φορά, κακοπαιγμένο  «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», και τον βαρετό λόγο των αρμοδίων καθηγητών, για τα διάφορα «νοήματα» και «μηνύματα» της επετείου. Ίσως σ' αυτό το άδειο γήπεδο, έχει κανείς την απαραίτητη ησυχία, για να δει τα πράγματα πιο καθαρά.





6 Νοε 2009

Γ. Οι Γέροι.


Τους προσπερνάω μες τη βιασύνη μου, ενώ αυτοί πάνε σιγά -σιγά . Tους βλέπω πίσω από μπαλκονόπορτες, αργές σκιές μπροστά τη τηλεόραση.  Από το πρωί περιμένουν, το μεσημεριανό φαγητό, το βραδινό δελτίο. Ο κόσμος τους είναι στενός: Aπ’ το κρεβάτι, στο παράθυρο και μετά στη πολυθρόνα.  Οι έγνοιες τους μικρές : να βάλουν μέσα τον βασιλικό, να ταΐσουν τα γατιά. Γι αυτούς, το 2009 που φεύγει δεν διέφερε σε τίποτα απ’ το 2008, κάθε Κυριακή θα πιουν το ημίγλυκο τους, αυτό που άλλοτε τους έκανε να τραγουδούν και τώρα πια , τους κάνει πιο βουβούς. Οι γέροι δεν μιλούν πια, δεν έχουν αυταπάτες, ακόμα κι αυτοί που είναι πλούσιοι είναι πια «φτωχοί», δεν έχουν πια όνειρα. Η εφημερίδα, τους φέρνει ύπνο, οι αλλαγές εκνευρισμό. Φοβούνται να μείνουν μόνοι, μα και παρέα να χουν, πάλι μόνοι μένουν, βουτώντας στη σιωπή.
 Πώς να μιλήσεις για τους γέρους της πόλης ; Από ποια σκοπιά;  Όλοι είμαστε μελλοντικοί γέροι. Μήπως καλύτερα πρέπει να μιλάμε για «πρώην» νέους, ή καλύτερα για παιδιά που γέμισαν ρυτίδες; Oι ηλικιωμένοι της Αλεξανδρούπολης δε διαφέρουν και πολύ απ’ αυτούς της Αθήνας(ή του Παρισιού), άλλωστε, όπως λέει κι ο Ζακ Μπρελ,  σε μια «επαρχία» ζεις έτσι κι αλλιώς, όταν ζεις τόσο πολύ .

κι' ακολουθεί αυτό
ή αυτό:


Jacques Brel
LES VIEUX
1963


Les vieux ne parlent plus ou alors seulement parfois du bout des yeux
Même riches ils sont pauvres, ils n'ont plus d'illusions et n'ont qu'un coeur pour deux
Chez eux ça sent le thym, le propre, la lavande et le verbe d'antan
Que l'on vive à Paris on vit tous en province quand on vit trop longtemps
Est-ce d'avoir trop ri que leur voix se lézarde quand ils parlent d'hier
Et d'avoir trop pleuré que des larmes encore leur perlent aux paupières
Et s'ils tremblent un peu est-ce de voir vieillir la pendule d'argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui dit: je vous attends

Les vieux ne rêvent plus, leurs livres s'ensommeillent, leurs pianos sont fermés
Le petit chat est mort, le muscat du dimanche ne les fait plus chanter
Les vieux ne bougent plus leurs gestes ont trop de rides leur monde est trop petit
Du lit à la fenêtre, puis du lit au fauteuil et puis du lit au lit
Et s'ils sortent encore bras dessus bras dessous tout habillés de raide
C'est pour suivre au soleil l'enterrement d'un plus vieux, l'enterrement d'une plus laide
Et le temps d'un sanglot, oublier toute une heure la pendule d'argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, et puis qui les attend

Les vieux ne meurent pas, ils s'endorment un jour et dorment trop longtemps
Ils se tiennent la main, ils ont peur de se perdre et se perdent pourtant
Et l'autre reste là, le meilleur ou le pire, le doux ou le sévère
Cela n'importe pas, celui des deux qui reste se retrouve en enfer
Vous le verrez peut-être, vous la verrez parfois en pluie et en chagrin
Traverser le présent en s'excusant déjà de n'être pas plus loin
Et fuir devant vous une dernière fois la pendule d'argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui leur dit: je t'attends
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non et puis qui nous attend.


28 Οκτ 2009

Β. O Βασιλιάς


Αυτός είναι ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α'. Ευγενής, ήπιος και διακριτικός σαν Ευρωπαίος. Θολός και μακρινός σαν παλιά φωτογραφία.Η ηγεμονία του ήταν σύντομη, το ίδιο και η ζωή του. Στη Wikipedia διαβάζω ότι , απ' τους βασιλείς του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αυτός ήταν ο πλέον συμπαθής, στη μνήμη του  λαού, μιας και δεν επενέβαινε στο έργο του πρωθυπουργού Βενιζέλου, στηρίζοντας, μάλιστα, όλες τις επιλογές του. Πέθανε νέος, στα εικοσιεπτά του.
  Δεν μου αρέσουν καθόλου οι Βασιλείς. Ούτε στη ζωή, ούτε στα παραμύθια, ούτε στη Ποπ Κουλτούρα. Ο Μάικλ Τζάκσον απ' τη στιγμή που φυλάκισε την ατίθαση μαύρη ψυχή του μέσα σ' ένα αλα Ντίσνει, εφιαλτικό κάστρο, έπαψε να με ενδιαφέρει.Το ίδιο και ο Έλβις, αγνοώ  την "βασιλική' του περίοδο . Τον προτιμούσα στις πρώτες "ηλιόλουστες' ηχογραφήσεις (SUN  RECORDS)  τότε που τραγουδούσε ανέμελα το "Τhat's Allright Mama". Στην Ελλάδα, ίσως, οι μόνοι βασιλείς που συμπαθώ  είναι αυτοί των Τσιγγάνων. Ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ , ο τέως μονάρχης, μου φαίνεται απλά ένας νερόβραστος εβδομηντάρης κύριος των τένις κλαμπ και της ολυμπιακής ιδέας, αλλά τίποτε παραπάνω.  Η Βασίλισσα Ελισσαβετ ,μου είναι το ίδιο συμπαθής, πια, με τον Τζόνι Ρότεν, που ως, θλιβερό μεσήλικο κόμικ πλέον, τραγουδάει το "Ο ΘΕΟΣ ΑΣ ΣΩΖΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ" για το χλιαρό κοινό του τέλους της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας.
Στην, ούτε δύο αιώνων, σύγχρονη Ελλάδα, οι επίσημοι μονάρχες, δικαίως , ήταν μισητά πρόσωπα και "ξένο" σώμα.  Παρατηρώ όμως τη φωτογραφία του, σαν ήρωα από αγγλικό μυθιστόρημα, νεαρού βασιλιά και σκέφτομαι ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν ποτέ απ' το ρόλο τους. Για κάποιους η απλή ζωή, όπου τα λάθη παραμένουν ανθρώπινα και δεν προκαλούν πολέμους ή εθνικούς σπαραγμούς, και οι ερωτοδουλειές λέγονται απλά σεξ και δεν προκαλούν διαδόχους, είναι πράγμα πολύ πιο ακριβό από έναν θρόνο. Και ανέφικτο, επίσης. Πολλοί με ευγενική ψυχή, πεθάναν μ' αυτό το καημό, μέσα σε ολόχρυσα παλάτια, πιο δυστυχισμένοι κι απ' τους φυλακισμένους.
Σκληρά, αντιμετωπίζουμε όλοι, σ' αυτό το τόπο,  τους διάφορους "πρώην" και τους "τέως". Κάποιοι απ' αυτούς, το αξίζουν, άλλοι πάλι όχι. Γενικά ξεχνούμε γρήγορα ή θυμόμαστε ότι μας αρέσει.Σε μια χώρα που, κάποτε, ήξερε να περιθάλπει τους, κάθε λογής, ηττημένους και εκπεσόντες , τώρα κυριαρχούν  μικροί καθημερινοί "μονάρχες", με τα βίτσια τους,τον εγωισμό τους,  κοντόφθαλμοι και ρηχοί.

Τώρα θα μου πείτε γιατί τα γράφω όλα αυτά και τι σχέση έχει ένας βραχύβιος βασιλιάς με το υποκειμενικό μου λεξικό; Απλά, προς τιμή του, η πόλη για την οποία γράφω, από Δεδέαγατς ( τουρκικά: γέρικο δέντρο) βαπτίστηκε Αλεξανδρούπολη.

ΥΓ  Ο Αλέξανδρος ο Α'  πέθανε στο βασιλικό κτήμα Τατοΐου από  δάγκωμα πιθήκου. Αντιγράφω από Wiki:
Η διατύπωση του τελευταίου ιατρικού δελτίου ήταν πολύ άκομψη, μοναδική στη νεότερη ελληνική ιστορία:
"Μετά βραχείαν αγωνία, καθ΄ ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσε περί 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν"





21 Οκτ 2009

Α. Ανθρωπογεωγραφία. 2. Πρόγονοι, Παρελθόν, Μνήμη.


     Περνάω με το ποδήλατο από τη παραλία της Αλεξανδρούπολης.
 Χονδροειδείς επαύλεις,  δημόσιες υπηρεσίες σαν κουτιά, τα  κτίρια των τελευταίων τριάντα τόσο χρόνων διεκδικούν με αξιώσεις το πανελλήνιο πρωτάθλημα κακογουστιάς. Τα κιτρινισμένα φύλλα πέφτουν απαλά χαρίζοντας μια φθινοπωρινή πατίνα  στα προαναφερθέντα. Πέφτουν κι επάνω στα μνημεία. Πέφτουν και πάνω στην Αρμένικη Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Καραμπέτ (Προδρόμου), που πνίγεται από τις πολυκατοικίες.
Στο πάρκο του, άσχημου, Μνημείου των Ποντίων, παρέες ηλικιωμένων αντρών παίζουν χαρτιά και επιτραπέζια επάνω σε παγκάκια,  πειράζονται σαν παιδιά σε μιαν άγνωστη μου  γλώσσα.  «Ρωσσοπόντιους» τους αποκαλούν οι άλλοι.  Η ομιλίες τους, απλώνονται σιγά σιγά στον αέρα της πόλης, μιας πόλης χωρίς «βαθύ» παρελθόν, που μέχρι πρότινος αρνιόταν ότι της θύμιζε,  την Ανατολή, τις μακρινές της ρίζες, υιοθετώντας ένα ψευτομοντέρνο, αφόρητα ελλαδίτικο,  προφίλ.

 Αρκεί μια προφορά, ένας φροντισμένος κήπος ή ένα μυρωδάτο φαγητό από το διπλανό σπίτι, για να σου υπενθυμίσει ότι κάτω από το μπετόν, κάτω απ’ το βιαστικά, βαλμένο ένδυμα του εκσυγχρονισμού, κυλάει , σαν υπόγειο ποτάμι, η παλιά ζωή, οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Ποιος ο λόγος να θυμηθούμε; Πως είναι δυνατόν να «θυμηθούμε», πράγματα που δεν έχουμε ζήσει…

Αντιπαθώ, φοβερά το στόμφο που ορισμένοι χρησιμοποιούν για να μιλήσουν για τους «προγόνους». Εκεί την πατάμε συνήθως στην Ελλάδα, έννοιες όπως «πρόγονοι», «μνήμη», «παρελθόν», μας κολλάνε συνήθως στα ίδια, αντί να μας ξεκολλάνε προς τα μπρος. Οι  πόλεις, η ζωή η ίδια έχει αλλάξει. Τώρα έχουμε, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη για  φωνές σύγχρονες, ανθρώπινες, για πράξεις που να μιλάνε με ειλικρίνεια και (γιατί όχι;) με γόνιμο χιούμορ για όλα τα παραπάνω. Όπως αντιπαθώ τους πομπώδεις προγονόπληκτους, απεχθάνομαι εξίσου, κι όσους ζουν τη μοντέρνα ζωούλα τους,  ανάλαφρα και ανέμελα, χωρίς ούτε ένα τόσο δα ράγισμα, μια μικρή ρωγμή, ένα μικρό τσαλάκωμα από το παρελθόν.
Μεγάλωσα σε σχολεία των αρχών της δεκαετίας του ’90, με βιβλία και δασκάλους ανήμπορους, να μου μεταδώσουν τη συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν καταλαβαίνει ότι ένα πράγμα «παλιό» μπορεί να αφορά το τώρα, ότι ένα πράγμα πρωτόγνωρο, σύγχρονο μπορεί να κουβαλάει επάνω του, αιώνες ολόκληρους. Το κατάλαβα αυτό, αργότερα, αλλά και τότε έπρεπε να αντιμετωπίσω τη «γοητεία» των ωραίων πραγμάτων του παρελθόντος που θαύμαζα και ζούσα , σαν όλα να συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή. Τώρα είμαι μόνος μου, σε μια πόλη του βορρά, και κάνω ποδήλατο.


Κάνω ποδήλατο, σε μια φθινοπωρινή πολιτεία του 21ου αιώνα, που προσποιείται ότι δεν έχει μάτια για το παρελθόν, που κλείνει τ’ αυτιά της στις φωνές των Ρωμαίων, Βυζαντινών κι Οθωμανών, Μικρασιατών, Αρμενίων, Εβραίων, Ρώσων και Βουλγάρων και τόσων άλλων, που κάποτε περπάτησαν εδώ γύρω, έστω και για λίγο.
Τώρα πια ξέρω, και δεν ανησυχώ, πως  κάθε πόλη έχει τα ‘μυστικά’ της. Κι’ η Αλεξανδρούπολη, που δεν το δείχνει, ίσως έχει τα περισσότερα.

14 Οκτ 2009

Α. Ανθρωπογεωγραφία. 1. Νεκροί και Μνημεία.




Άνθρωποι πάνε κι έρχονται διαρκώς. Οι παλαιοί δίνουν τη θέση τους στους νέους. Σε κάποιο σπίτι κάποιοι πανηγυρίζουν, σε κάποιο άλλο, λυπούνται. Δεν πάει πολύς καιρός,  ,που, περνώντας ένα βράδυ από έναν πεζόδρομο ,  είδα από μια ορθάνοιχτη πόρτα να ξενυχτάνε ένα νεκρό. Το σπίτι ήταν κατάφωτο σαν σε γιορτή, γυναίκες στα μαύρα μιλούσαν χαμηλόφωνα γύρω από το στολισμένο φέρετρο. Τα κάδρα με τις φωτογραφίες έτσι όπως ήταν τοποθετημένα, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του πεθαμένου, έμοιαζαν με τις αναμνήσεις του , εικόνες μιας ζωής, που ξαφνικά πάγωσαν, ακινητοποιήθηκαν και κρεμάστηκαν. Για αυτούς που έχουν φύγει, μένουν μόνο οι φωτογραφίες, στοιχεία που, αντί να κρατήσουν ζεστή τη μνήμη τους, υπογραμμίζουν το πόσο μακρινή και δυσβάσταχτη  είναι η απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ του τότε και του τώρα.  Άλλοτε πάλι οι ζωντανοί της πόλης τιμούν αυτούς που «έφυγαν» , δίνουν τα ονόματα τους σε δρόμους, πλατείες, και πολιτιστικούς συλλόγους, απονεκρώνοντας έτσι, τη πιο ζωντανή πλευρά τους. Στο τέλος ξεχνάς εντελώς, ότι όλα αυτά τα μαρμάρινα ονόματα, ήταν κάποτε άνθρωποι ζωντανοί που περπατούσαν, ίδρωναν, γλεντούσαν κάπου εδώ. Όπου και να ψάξω μες στην πόλη, δεν βρίσκω ούτε ένα μνημείο που να θυμίζει ανθρώπους που έζησαν, όλα θυμίζουν νεκρούς.

30 Σεπ 2009

Α. Το Αεροδρόμιο

Έφτασα ως εδώ διασχίζοντας μια ρημαγμένη γη, όλο εργοστάσια και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Αεροδρόμιο Αλεξανδρούπολης «Δημόκριτος»,    τέλος Σεπτεμβρίου, απόγευμα.  Ανακαινισμένο και λευκό, με ντιζάιν που εκπέμπει μαζικότητα και βαρεμάρα. Δεν υπάρχει τίποτα για να πιαστείς,  να ξεχαστείς, απλά ακολουθείς τις επιγραφές, τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις. Θα μπορούσες να βρίσκεσαι οπουδήποτε. Όπως  στα περισσότερα αεροδρόμια, η έννοια «τοπικός», πέρα από κάτι αφίσες με κάτι «WELCOME ΤΟ THRACE”,ακυρώνεται. Oι ανακοινώσεις στα μεγάφωνα γίνονται από κορίτσια  χωρίς προφορά, χωρίς  πατρίδα. Η πατρίδα τους είναι το γκισέ τους. Έτσι όταν, καμιά φορά, ακούσεις, στα ξαφνικά, μια ντοπιολαλιά, μια βαριά θρακιώτικη προφορά, γυρνάς έκπληκτος να δεις από πού προέρχεται. Οι επιβάτες, εδώ, είναι κυρίως μικρές ομάδες νεαρών  ,που το βλέμμα τους, και τα κάπως άτσαλα φορεμένα ρούχα τους, μαρτυρούν πως είναι αδειούχοι φαντάροι. Πίνουν κακάο και χαζογελάν για τ’ αθλητικά, παριστάνοντας τους «πολίτες». Aυτοί , μαζί με τους, σαφώς πιο άνετους, φοιτητές, αποτελούν τον βασικό πυρήνα των  επιβατών. Στην άκρη, μια οικογένεια Πομάκων, χαζεύει, στη μεγάλη τζαμαρία, το επίπεδο θρακικό τοπίο.     
Yπάρχει κάτι που ενώνει όλους εμάς που γεννηθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά.   Είμαστε οι γενιές των αεροδρομίων. To αεροπλάνο τείνει  να γίνει, πια, το κτελ του 21ου αιώνα. Ότι ήταν για τους παλαιότερους οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και  τα λιμάνια, με τους αποχωρισμούς, τις  επανασυνδέσεις και ότι συμβόλιζαν αυτά, είναι για μας τα οξυζενέ κτίρια με τα μεγάλα τζάμια και τις αχανείς, γκρίζες πίστες. Εδώ το πεδίο είναι σχετικά καινούργιο, η ομοιομορφία του, δεν επιτρέπει ηρωικούς μελοδραματισμούς. Το μόνο που μπορεί να δει κανείς, εδώ, είναι χαμηλόφωνες φευγάτες ιστορίες από φευγάτους ανθρώπους.   Τα αεροδρόμια είναι οι μόνιμες κατοικίες του προσωρινού, οι ναοί του στιγμιαίου.
Ποτέ δεν είχα την αυτοπεποίθηση του «αεροπόρου με τις  γκρίζες φαβορίτες», Κώστα Πρέκα.  Κάθε φορά που μπαίνω σε αεροδρόμιο, ψάχνω βιαστικός να βρω τα γκισέ, και έτσι ξεχνώ τις «φιλολογίες» για το θέμα αυτό. Στο  «Δημόκριτος», συνήθως φτάνω αργά τ’ απόγευμα, για να ταξιδέψω στην Αθήνα. Με το που τελειώσω το «τσεκάρισμα», όμως,μια μαγική αίσθηση διακτινισμού με διακατέχει, και ξαφνικά όλα μου θυμίζουν το προορισμό μου. Αφήνοντας το κτίριο για να μπω στο αεροπλάνο, και καθώς ο αέρας με χτυπάει αλύπητα, νιώθω ήδη ότι διασχίζω τη Σταδίου, βράδυ.



24 Σεπ 2009

A. Τα Αδέσποτα


Τα αδέσποτα είναι τα πιο ελεύθερα πλάσματα της πόλης. Δεν δίνουν σημασία σε τίποτε, κοιμούνται όταν οι άλλοι δουλεύουν, τεμπελιάζουν κάτω απ’ τον ασπριδερό ήλιο του βορρά όταν όλοι πηγαινοέρχονται προσποιούμενοι τους πολυάσχολους , καβαλάνε το ένα το άλλο χωρίς ενδοιασμούς δίπλα στα παιδάκια που παίζουν στο πάρκο.  Μιλώ κυρίως για σκύλους. Πιστεύω πως η έννοια αδέσποτο είναι ταυτισμένη περισσότερο με σκύλο, σπάνια με γάτα. Οι γάτες είναι σκληρές, είναι ο εαυτούλης τους, ζούνε  εκ του ασφαλούς. Οι γάτες σαν κλέφτρες εμφανίζονται στην αγορά, παίρνουν ότι θέλουν, και μετά σαν κλέφτρες, πάλι, εξαφανίζονται. Οι σκύλοι, αντίθετα, θα μείνουν εκεί, πιστοί, ακόμα και αν τα ρολά κλείσουν. Οι γάτες φυλάγονται, αυτοσυντηρούνται όπου κι αν βρίσκονται, ενώ οι σκύλοι όταν χάνουν το αφεντικό τους, , χάνουν τη πυξίδα τους, βιώνουν σε βάθος τη μοίρα του να είναι κάποιος αδέσποτος ,είναι τραγικές φιγούρες. Είναι όμως και κωμικές. Τους βλέπω σε αγέλες να διασχίζουν τους δρόμους του κέντρου, δήθεν αδιάφοροι, σαν να ετοιμάζονται για μια μεγάλη αποστολή. Οι αρχηγοί μπροστά,  και οι πιο μαλθακοί και άτσαλοι , τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Νομίζεις ότι βλέπεις μια ανθρώπινη παρέα. Υπάρχουν όλες οι αποχρώσεις: οι χειραφετημένοι, οι δειλοί, οι «φλώροι», με κάτι περίτεχνα λουράκια, που χάθηκαν απ’ τ’ αφεντικά τους και τα βρήκαν σκούρα στους πέντε δρόμους.  Στα μάτια τους διαβάζεις τη ζωή τους,  συχνά θα δεις δάκρυα. Υπάρχουν και φορές που παρατηρώντας τους θα θυμηθείς έναν αστείο μακρινό σου θείο…
 Γυρνώντας με το ποδήλατο συναντώ συχνά τον Ζαχαρία. Είναι ο Μιλού της περιοχής (τον Τεντεν δεν τον έχω βρει ακόμα), πολλοί τον ξέρουν με τ’ όνομα του.  Τριγυρνάει στους πεζοδρόμους των καφέ και χλευάζει τους διάφορους ψωροπερήφανους που προσπαθούν να ενταχθούν στη ντόπια «ελίτ». Άλλες φορές πάλι παρενοχλεί τα άλλα, πιο γέρικα, αδέσποτα, που  ξαπλώνουν σε διάφορες γωνίες των δρόμων παριστάνοντας τα (κοιμισμένα) αγάλματα. Όταν όμως, έρχεται τ΄ απόγευμα και αρχίζει να πιάνει η ψύχρα, ο Ζαχαρίας κόβει την πλάκα και κάθεται και κοιτάζει τα μεγάλα σκουριασμένα πλοία που κάθονται ,χρόνια τώρα, στο λιμάνι . Τότε, σίγουρα, νιώθει έναν κόμπο στο λαιμό.


18 Σεπ 2009

Ιστορίες απ' το Φάρο




Καμιά φορά δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε για τα πράγματα που είναι γύρω μας, δίπλα μας  : τους δικούς μας, τους φίλους μας, την γειτονιά μας, την πόλη που ζούμε. Μας είναι πιο εύκολο όταν μιλάμε για έννοιες, πιο γενικές, πιο αφηρημένες. Το οικείο όταν ξεφεύγει από το μονότονο βουητό της καθημερινότητας και εγκαθίσταται σε μια λευκή ήσυχη επιφάνεια, μοιάζει ανοίκειο, ξένο. Σχεδόν δεν θέλουμε να το δούμε.  Όταν κλείνω την πόρτα, αρχίζω ένα έργο ή ανοίγω τον υπολογιστή ξεχνώ αυτά που θέλω να πω . Κοιτάζω το λευκό, το απόλυτο άδειο, αμφιβάλλοντας για το αν θα πρεπε να το γεμίσω πάλι, ή αν θα πρεπε να περιμένω λίγο να ησυχάσουν όλα , μήπως καταφέρω  κι ακούσω τη μυστική μελωδία του...

Τα ποστ που θ' ακολουθήσουν θα έχουν ως γενικό θέμα τη πόλη που (κυρίως) ζω, την Αλεξανδρούπολη. Θα είναι μικρά, ελπίζω όχι κουραστικά, κείμενα που θα μοιάζουν με βόλτα  στην πόλη. Κάτι σαν ημερολόγιο ποδηλάτου ή σαν ένα προσωπικό, εντελώς υποκειμενικό λεξικό . Ελπίζω  να μπορέσουν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, τη σφιχτή επαρχιακή τους ατμόσφαιρα, και να καταφέρουν να σας μιλήσουν, σαν να μιλάνε λίγο και για τη δική σας πόλη.






9 Σεπ 2009

Στη θέση τους

- Μέρες Σεπτεμβρίου, στην Αλεξανδρούπολη ξανά, τίποτα δεν άλλαξε θέση, ούτε ο Φάρος της, ούτε το Λούνα Παρκ της, ούτε το Μνημείο των Ποντίων της, ούτε οι γέροι της, ούτε ο Μητροπολίτης της. Όλα είναι στη θέση τους.
-Οι βροχερές μέρες ήρθαν στην πόλη πιο νωρίς φέτος. μαζί τους έφεραν: «γλυκιά ρουτίνα», κατοικίδιους τσακωμούς, καινούργιες δουλειές, σχέδια.
-Εκλογές ανέκδοτο και οι φετινές. Στη πλατεία ένα συνεργείο στήνει το βάθρο για την ομιλία του Παπανδρέου, οι ίδιοι δείχνουν να βαριούνται, ο καιρός δείχνει να βαριέται (ψιλοβρέχει), οι περαστικοί προσπερνάνε ανόρεχτα. Μπροστά σε κάτι γιγαντοοθόνες μια αγέλη σκύλων ξύνεται.
-Γκρίζο το Θρακικό Πέλαγος σήμερα. Η γραμμή του ορίζοντα μόλις που φαίνεται, δεν ξέρεις που τελειώνει το επίπεδο της θάλασσας και που αρχίζει εκείνο τ’ ουρανού. Οι φόρμες καταλύονται, όλα μοιάζουν «αφηρημένα» , μ’ ένα βαθύτερο, εσωτερικό φως, σαν πίνακας του Ρόθκο ,σε μαύρο, άσπρο και γκρίζο όμως.
-Επιστροφή στη ζωγραφική, ονειρεύομαι ξανά τελειωμένα έργα, ζηλεύω την προσήλωση Lucien Freud, την επινοητικότητα του Francis Bacon, τη χάρη του David Hockney, το «σενάριο» του Neo Rauch, την άνεση των Ιαπώνων.

-Εδώ πάνω δεν υπάρχει χώρος για εξαλλοσύνες και έκφραση, «εκφράζονται» μόνο όσοι τα δίνουν όλα κάθε Σάββατο στα χάι τεκ μπουζουξίδικα. Οι άλλοι, αν είναι τυχεροί, φεύγουν απ’ τη πόλη, οι υπόλοιποι «βράζουν» μέσα τους, το κάνουν ιδιωτικά, για να μην τους πάρει κανείς χαμπάρι.
-Θα ήθελα παρόλα αυτά να δω κάποιους να επιμένουν, να κάθονται στο τόπο τους από επιλογή και με χαρά να φτιάχνουν πράγματα που να έχουν «εντοπιότητα» μ' ένα μοναδικό αλλά και σύγχρονο τρόπο: ένα περίεργο εστιατόριο, μία διαφορετική επιχείρηση επίπλων, μία βιοτεχνία καταπληκτικής μαρμελάδας…
-Νομίζω πως αυτό είναι μια λύση.

-Αλλιώς όλα θα μένουν στη θέση τους, συνεχώς.

2 Σεπ 2009

Γι' αυτό που αρχίζει...


Τις τελευταίες μέρες ένοιωθα σαν ταλαιπωρημένο, κοντομάνικο μπλουζάκι, που ξέβαψε απ’ τ’ αλάτι και τον ήλιο. άλλο ένα μακρύ (πολύ μακρύ) ελληνικό καλοκαίρι, έδωσε τη θέση του σ’ έναν ανακουφιστικό Σεπτέμβριο. Τώρα ζευγάρια συνταξιούχων κολυμπούν στου ΕΟΤ τις παραλίες, οι ξαπλώστρες αδειανές, οι πόρτες μισάνοιχτες στις ριγέ καμπίνες.
Θα κρατηθώ να μη μιλήσω για στάχτες κι αυθαίρετα. Λυπάμαι, κυρίως για τα δέντρα και τα ζώα που χάνονται αβοήθητα, για τη κανονικότητα που εξοντώνεται ξεδιάντροπα, για την ασχήμια που εγκαθίσταται σιγά-σιγά παντού, γύρω μας και μέσα μας.
Θα ήμουν, όμως, υποκριτής εάν έλεγα ότι δεν το χάρηκα αυτό το καλοκαίρι: Φίλοι παλιοί ανακατεύτηκαν με άλλους καινούργιους, ροδαλοί μπέμπηδες εισέβαλαν ηχηρά στη καθημερινότητα μας, ένα πεισματάρικο ντεσεβό με ταλαιπώρησε ευχάριστα στη Χίο ,αν και ποτέ στ' αλήθεια, παρ όλη τη προσπάθεια, δεν πήρε μπρος ...
Τώρα είναι Σεπτέμβριος ξανά, η πιο ωραία εποχή του χρόνου. Ένας εξουθενωμένος Έλληνας Πρωθυπουργός απ’ το διπλανό δωμάτιο αναγγέλλει εκλογές. Τώρα πολλοί μέσα κι έξω απ’ το διαδίκτυο θα συνεχίζουν να μετατρέπουν την αγανάκτηση τους σε επάγγελμα, τις όποιες αυθόρμητες κινήσεις τους σε ασφυχτικά «πρέπει». Λείπει από παντού , η αποφασιστικότητα και η ελπίδα. Κείμενα, εκπομπές και άνθρωποι όταν δεν βουλιάζουν στη μοιρολατρία, εκπέμπουν μια χαζοαισιοδοξία που είναι φοβερά εκνευριστική.
Δεν ξέρω τι να ευχηθώ γι’ αυτό που αρχίζει…

23 Ιουλ 2009

Ντέιβιντ Μπέρν


Ο Ντέιβιντ Μπέρν , σαν ποδηλάτης που είναι, κινείται με χάρη σε καθόλου εύκολες περιοχές. Προσπάθησε τόσο με τις Ομιλούσες Κεφαλές, όσο και με τις προσωπικές του δουλειές, να μας τραγουδήσει με μια φωνή σε στυλ Γκούφυ , για μια αχανή χώρα με τόσο διαφορετικές πλευρές (Αμερική) σε μια εποχή που λίγοι είχαν όρεξη να τραγουδήσουν ή ν’ ακούσουν τραγούδια (τέλος δεκαετίας 70, αρχές 80) , σε μια περίοδο που όλα ,υποτίθεται, είχαν ξεπεραστεί. Μας μίλησε για εικόνες κοινότυπες, καθόλου ασυνήθιστες, μ’ έναν εντελώς πρωτότυπο και , θα τολμούσα να πω, λοξό τρόπο. Εξέφρασε μοναδικά, μια χώρα( τη κάθε χώρα) που κινδυνεύει να πεθάνει από έλλειψη χιούμορ, σκέψης και αισθητικής. Έφτιαξε «αληθινές» ιστορίες για όλους τους «αληθινούς» ανθρώπους, από το Νιου Μέξικο ως το Μανχάταν και από κει στο Πεκίνο και στην Αθήνα, που δεν ξέρουν που πηγαίνουν, που δεν ξέρουν ότι είναι, οι ίδιοι, πρωταγωνιστές της ιστορίας τους. Οι ιστορίες, δεν είναι ακριβώς, ιστορίες: είναι κραυγές ενός ιεροκήρυκα από ένα χαλασμένο τρανζίστορ, είναι περίεργα αποκόμματα εφημερίδων, είναι αγγελίες και διαφημιστικά σποτάκια, είναι οι μουσικές των γκέτο τις Νέας Υόρκης, είναι όλα αυτά μαζί στο μίξερ ενός μετά- μεταμοντέρνου τραγουδοποιού. Ο ψηλόλιγνος Μπέρν, δεν είναι βάρδος σαν τον Μπόμπ Ντύλαν που αφηγείται μακροσκελείς ιστορίες όπου το παρελθόν σμίγει περίτεχνα με το παρόν, σ’ ένα καινούργιο, ενιαίο και συμπαγές σώμα. Σαν γνήσιο τέκνο του Αμερικάνικου Νέου Κύματος (Νιού Γουέιβ) απέφυγε τον υπερβολικά ονειρικό λυρισμό της δεκαετίας του 60, χωρίς όμως να πηγαίνει και στο άλλο άκρο, όπως οι περισσότεροι «σκληροί» συνάδελφοι του, που καταπιάνονταν με την αισθητική του σκοτεινού, της απόγνωσης, και της κακοφωνίας, με τρόπο στιλιζαρισμένο και ,συχνά ,ψεύτικο. Τραγούδησε (όπως φωτογραφίζει ή δουλεύει τις εγκαταστάσεις του) με τον τρόπο του παρατηρητή ή καλύτερα σαν να ίπταται πάνω απ’ τη κεφάλια των πρωταγωνιστών του, σαν να περνάει αέρινα και ν’ αφουγκράζεται πάνω απ’ τα σπίτια και τα σουπερμάρκετ, τις λεωφόρους και τα φτηνά νάιτ κλαμπ. Όλα αυτά μ’ έναν φαινομενικά ψυχρό, ουδέτερο, αλλά τελικά ουσιαστικό τρόπο, μιας και ο κόσμος μας, αντικαλλιτεχνικός και αντιεμπνευστικός όπως είναι, χρειάζεται νέους τρόπους, πέρα απ’ τους συνηθισμένους, για να ερμηνευτεί. Τέλος, υιοθέτησε, με πολύ έξυπνο τρόπο την περσόνα του σαλταρισμένου μικροαστού, του φρικαρισμένου σπασίκλα, αντιδρώντας , ίσως, έτσι στο στερεότυπο της εποχής που ήθελε τους ρόκερς ρέμπελους βρώμικους και αυθάδεις .
Τον είδα αρχές του μήνα στο Θέατρο Μπάντμιντον , πιο ανθρώπινο, με μαλλιά άσπρα σαν βαμβάκι, έχοντας εγκαταλείψει, πια, όλα του τα προσωπεία. Πρωταγωνιστής σ’ ένα περίεργο πολυθέαμα, με ανισόρροπους χορευτές και παιχνιδιάρηδες μουσικούς, φώτισε με νέο τρόπο τα παλιά του κομμάτια, έπαιξε κι’ αυτά που είχε φτιάξει μαζί με τον Μπράιαν Ίνο το χειμώνα που μας πέρασε. Ήταν συμπαθής και αστείος, μας χαμογέλασε αμήχανα στην αρχή, μας έπαιξε, με τον νεοϋορκέζικο του τρόπο, ένα ροκ, ολίγον ειρωνικό, αλλά ειλικρινές, μιας και ήταν εκτεθειμένο στα άπειρα μουσικά ρεύματα της πολύβουης πόλης του. Λίγο πριν το τέλος, μέχρι και φούστα μπαλαρίνας φόρεσε για να μας ευχαριστήσει, αποδεικνύοντας μας ότι δεν χρειάζεσαι ύφος όταν είσαι αληθινά σοβαρός καλλιτέχνης.
Σκέφτομαι τους Έλληνες συναδέρφους του, που βρίσκονται, πάνω- κάτω, στην ίδια ηλικία μ’ αυτόν, και μελαγχολώ. Αναλώνονται σε κοινοτυπίες, συντηρώντας τον EAYTO που τους βολεύει. «Οργισμένοι», όλοι τους, με ψυχοσύνθεση δημοσίου υπαλλήλου. Κινούνται με τρόπο στείρο μεταξύ νοσταλγίας και εύκολης φιλοσοφίας , στοχεύοντας εξόφθαλμα πια, στο θυμικό, στην συναισθηματική, την πιο «ελληνική» (ιδιοσυγκρασιακά) πλευρά του κοινού. Μια κουρασμένη γενιά τραγουδοποιών για κουρασμένους ακροατές. Δεν λέω ότι στην Αμερική, ή αλλού, είναι όλα ρόδινα, ούτε ότι στη, τόσο ιδιαίτερη, Ελληνική Επικράτεια, δεν υπάρχουν βάρδοι, αντιθέτως. Αλλά θα ήθελα να έρθει κάποτε η εποχή που ο Σωκράτης Μάλαμας δε θα φοβάται να βγει να τραγουδήσει πχ με ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Και για αυτό είναι απαραίτητο και ένα πιο ώριμο, πιο απαιτητικό κοινό. Μπορείς να πεις πράγματα που να χουν βάρος, μ’ έναν αστείο, ανάλαφρο τρόπο. Ο Ντέιβιντ Μπέρν τα καταφέρνει μια χαρά σ’ αυτό. Εμείς;

Ιστοσελίδα Ντέιβιντ Μπέρν, εδώ
Φωτό: Επαμεινώνδας Τερκενλής

15 Ιουλ 2009

Βυθός και Επιφάνεια



Σηκώνεις το κεφάλι σου και βλέπεις τους ανθρώπους από κάτω. Είναι , όπως και συ, επισκέπτες του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Στέκονται και περπατάνε ανυποψίαστοι στη, σαν θάλασσα, γυάλινη επιφάνεια. Και συ, σαν απ’ τον πάτο του βυθού, τους παρατηρείς. Είναι ευφυής ο τρόπος στησίματος του Νέου Μουσείου. Η παραπάνω εικόνα, μαζί με τόσες άλλες, το αποδεικνύει . Η σχέση βυθού-επιφάνειας είναι πανταχού παρούσα τόσο μέσα στο κτίριο, όσο και γύρω ( αλλά και κάτω) απ’ αυτό. Σαν βυθό που αποκαλύφθηκε, βλέπεις τη παλιά πόλη, κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα αιώνων. Αρχαίοι διάδρομοι, πιθάρια και μωσαϊκά, φαίνονται κάτω απ’ το γυαλί. Ησυχία. Πάνω απ’ το γυαλί, η θορυβώδης επιφάνεια, οι φωνές των ξεναγών, οι φθαρτές ψηφιακές μηχανές και τα θνησιγενή ολσταράκια. Παρατηρείς τη σύγχρονη πόλη, μπετόν και γκαζόν, κατακόκκινοι τουρίστες που συνεχίζουν να φωτογραφίζουν τα πάντα, Πακιστανοί πουλάνε «σομπρέρο» στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μες το λιοπύρι. Η επιφάνεια αγνοεί ότι κάποτε κι’ αυτή θα γίνει βυθός. Ευτυχώς.

10 Ιουλ 2009

Κτίρια


Κτίρια, κτίρια, κτίρια : Είναι παντού, όπως και οι άνθρωποι, είναι αδύνατο να τα αγνοήσω, έχουν το δικό τους χαρακτήρα: κτίρια σοβαρά ή χαριτωμένα, κτίρια με έπαρση ή ταπεινότητα, όπως και οι άνθρωποι. Πολυκατοικίες αμέτρητες στις πόλεις, οικοδομήματα αυθαίρετα στην επαρχία, χαμογελαστές καντίνες, λυπημένες κολώνες, εμφανίζονται ξαφνικά στο πουθενά όταν ταξιδεύεις στην εθνική οδό, κτίσματα που ούτε προλαβαίνεις να τα φωτογραφίσεις, συγκρατείς απλώς κάποιες βασικές γραμμές.
Ζω σε μια χώρα που (σχεδόν) ότι βλέπω με πληγώνει. Έννοιες όπως «αισθητική», «ισορροπία», «συμμετρία», που άλλοτε εδώ ήταν αυτονόητες σαν τον αέρα και το νερό, είτε παρερμηνεύτηκαν, είτε «καταπατήθηκαν» πότε από τους διάφορους ευφάνταστους “ειδήμονες”, και πότε από τους «έχω χρήμα και κάνω ότι μου καπνίσει» άσχετους , δύο είδη που, δυστυχώς, αφθονούν στα μέρη μας.
Εγώ όμως εξακολουθώ να ζω εδώ πέρα, να περπατάω, να ταξιδεύω και ν’ ανακαλύπτω. Τις περισσότερες φορές βλέπω μια χώρα που δεν κατορθώνει να σέβεται τους κανόνες, αλλά ούτε και να τους ανατρέπει, μπας και βρει άλλους. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα κτίρια, φυσικά. Απ’ την άλλη, εκεί που πάω να γκρινιάξω, βλέπω κάτι το τρομερά κιτς που ευφυώς καταφέρνει και στέκει, χάσκω μπροστά σε μια τυχαία κατασκευή ανεπιτήδευτης απλότητας, και έτσι προχωράω.
Πρέπει να ξαναδούμε τη χώρα μας, τη κάθε χώρα, επειγόντως και με ειλικρίνεια. Πρέπει να ξαναδούμε τα κτίρια, αλλά και τους ανθρώπους. Η Αθήνα μετά τη καταστροφή της αντιπαροχής , έζησε δεύτερη «καταστροφή» με τη στείρα νοσταλγία για τα νεοκλασικά και τη ισοπεδωτική βαρβαρότητα των γυάλινων κτιρίων. Τώρα σειρά έχουν όσοι ζουν εντός της. Στις μέρες μας, πια, το ζητούμενο δεν είναι η όποια αισθητική άποψη, αλλά το περιεχόμενο μιας πόλης, η μέσα ζωή της. Τώρα οι άνθρωποι ,στην Αθήνα κυρίως, ξεσπάνε βίαια, ολημερίς και ολονυχτίς εξασκούνται στο μίσος, υιοθετώντας εκ νέου σκοτεινά δόγματα. Η απουσία αρμονίας σε όλα τα επίπεδα, η εξουδετέρωση της «αρχιτεκτονικής» της καθημερινότητας των πόλεων και κυρίως της πρωτεύουσας , γέννησε αυτούς τους τρελαμένους και κουτούς ανθρώπους. Είναι οι σκοτεινοί πολίτες μιας σκοτεινής πολιτείας. Πολιτικές κοντόφθαλμες και άτολμες και μια κοινωνία που όταν δεν ξεχνιέται με «θριάμβους», αναπολεί τα περασμένα, είναι επόμενο να δώσει τροφή σε όλους αυτούς . Σαν ξεπεσμένοι τσιφλικάδες, όλο χολή, και με πρόσχημα την αγανάκτηση, κάποιοι οδηγούνται σε ανεκδιήγητες πρακτικές. Μια θολή τρέλα κυριαρχεί παντού.
Δεν μπορώ να τ’ αγνοώ όλα αυτά , και να τριγυρνώ στη πόλη σαν χαρούμενη πεταλουδίτσα.. Είναι αδύνατο να μιλάς μόνο για κτίρια, για δρόμους, για πλατείες, αγνοώντας τους ανθρώπους. Εμείς είμαστε η πόλη, εμείς είμαστε τα κτίρια.

23 Ιουν 2009

Η Μετακόμιση


Ο χρόνος περνάει γρήγορα για τους περισσότερους από μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι για κάποιους άλλους ο χρόνος είναι βαρίδι ή πέτρα που κυλάει πολύ αργά. Τι είναι ο Χρόνος; Μήπως είναι απλώς τα σπίτια που αφήνουμε πίσω και αυτά που σε λίγο θα βρούμε;
Μετακομίζω. Καλοκαιριάτικα. Κούτες, πακέτα, βαψίματα. Άδειοι χώροι. Άδειοι τοίχοι, που μόνο άδειοι δεν είναι, καθώς μες τη γύμνια τους δείχνουν ,καθαρότερα από ποτέ, τα σημάδια ενός χώρου βιωμένου, μιας ζωής τεσσάρων τοίχων, ακόμα ζεστής που σε λίγο όμως θα είναι παρελθόν:πρόκες, σημάδια από σελοτέιπ, δαχτυλιές, είναι οι αποδείξεις ότι κάποιοι ήταν εδώ. Οι τοίχοι τα έχουν δει όλα, έχουν μυρίσει τα φαγητά μας, έχουν ακούσει τις μουσικές μας,έχουν μάθει τα μυστικά μας. Είναι όμως εχέμυθοι, δεν θα πούνε τίποτα στους επόμενους ενοικιαστές, κι όταν με μια μπογιά τα σημάδια φύγουν, ίσως να μην έχει μείνει τίποτα από την εκεί ζωή μας. Μου προκαλούν αναστάτωση οι μετακομίσεις, οι αλλαγές κάθε τύπου. Με πιάνει ένα αστείο άγχος: ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω εκ νέου τα πράγματα,αφού όσα με τάξη είχα ορίσει έχουν γίνει ξανά μαλλιά-κουβάρια. Υπάρχει όμως και μια ωραία ατμόσφαιρα ελαφράδας που τελικά κυριαρχεί και στο τέλος μένει, πείθοντας σε, ότι όλα όσα γράφτηκαν ή ειπώθηκαν μέχρι τώρα, ήταν απλώς η πρόβα για τα καλύτερα που θα ρθουν.
- πριν φύγω, φωτογράφισα, για να θυμάμαι, τη θέα από το εργαστήριο μου.

13 Ιουν 2009

Σουφλί



Χθες το απόγευμα με τη ζέστη, οδήγησα μέχρι το Σουφλί. Όταν έφτασα βράδιαζε. Πάρκαρα κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή που βρίσκεται παράλληλα με τα σπίτια. Ποιο δίπλα ένα μπαρ μες τις καλαμιές άναβε τα πορτοκαλί φώτα του, ακούστηκαν κοριτσίστικα γέλια, οι σερβιτόρες έπιαναν δουλειά. Στο βάθος, μόλις που διέκρινες την πόλη, τούβλινα κτήρια, εγκαταλελειμμένα, γεμάτα από φαντάσματα των αρχών του εικοστού αιώνα. Κάποτε εδώ, τον καιρό που άνθιζαν οι βιοτεχνίες μεταξιού, υπήρχε αστική ζωή με πιάνα και γαλλικά. Κυρίες με λευκά φορέματα έβγαιναν τα βράδια του καλοκαιριού να κάνουν τη βόλτα τους δίπλα στο ποτάμι. Τώρα, φαντάροι εννιά μηνών με ipod στ' αυτιά μασουλάν σάντουιτς με σουτζουκάκι ενώ τα κουνούπια επιδίδονται σε αεροπλανικά κόλπα.
Σουφλί,σαν μυστήρια πόλη του φαρ ουέστ καθώς πέφτει η νύχτα. Μόνο που εδώ είναι Ανατολή. Η πόλη πριν το τέλος. Είναι περίεργο αλλά εδώ η Γεωγραφία επηρεάζει ψυχισμούς, υποβάλλει συμπεριφορές. Εδώ ο Τούρκος δεν είναι θεωρητικό σχήμα, ούτε πολιτική, εδώ ο Τούρκος είναι ο ζεστός αέρας και τα ξερά στάχυα που έρχονται από το διπλανό χωράφι, είναι ο μουεζίνης που ακούγεται πίσω απ' το ποτάμι, είναι η εκκωφαντική σιωπή που καλλιεργούν εδώ και χρόνια όλοι, εδώ στο Σουφλί.

3 Ιουν 2009

Ο "Αυτονόητος" Έλληνας


Στην επαρχία, συχνά παρατηρώ σαν σε κίνηση τράβελινγκ, φιγούρες καθισμένες σε «υπερσύγχρονα» καφενεία όλο νάιλον και λουλουδάτους καναπέδες. Χοντροκομμένα χέρια, με άγαρμπες κινήσεις,πιάνουν και πίνουν με κολονάτα ποτήρια, σαν να μη το πιστεύουν, . Άλλοι πάλι , συνήθως πιο νέοι, στα ιντερνέτ-καφέ αναστενάζουν. Με αυτό το μπλε φώς που συχνά υπάρχει, μοιάζουν με πλήρωμα διαστημοπλοίου , δεκάδες σιωπηλά κεφάλια μπροστά από οθόνες, σαν υπνωτισμένα. Πολλοί άνθρωποι μαζί, ο καθένας στο κόσμο του.
Τι εκφράζουν όλοι αυτοί; Τι ορίζεται στην εποχή μας ως λαϊκό; Τι ανήκει, τι ταιριάζει, τι προέρχεται και τι δημιουργείται πια απ’ το λαό; Άπειροι άνθρωποι καθημερινά περνάν από δίπλα μας ,κι εμείς ούτε καν προλαβαίνουμε να δούμε το πρόσωπο τους .Μήπως ήρθε η ώρα για μια νέα απόπειρα ανάγνωσης τους;
Έχει πάντα δίκιο ο λαός; Προσποιείται, μηχανικά πλέον, τον αγνό, τον «κυρίαρχο», και το «σοσιαλιστή», ενώ στην ουσία έχει πια αλλάξει. Τώρα στη κατσαρόλα του «σιγοβράζουν» νέα καρυκεύματα, η αδράνεια, η τυφλή, σκυφτή νομιμοφροσύνη, ,η καχυποψία για τον διπλανό , ο φόβος για τον άλλον, αλλά και για το «άλλο», για αυτό που δεν του είναι οικείο. Νέα στοιχεία έρχονται να αλλοιώσουν, το έτσι κι’ αλλιώς, αλλοιωμένο πρόσωπό του. Θα τολμούσαμε να πούμε, ότι ο λαϊκός άνθρωπος στον νεοελληνικό χώρο, τείνει να μοιάσει με ότι έχει συνηθίσει να μισεί. Μισεί τον «αστό», τον «εργοδότη», τον «δεξιό», την «εξουσία», για τη διαφθορά της, την απληστία της, το προκλητικό της βίο, ενώ κι’ ο ίδιος παρακολουθεί λιγωμένος στη τηλεόραση τα νάζια των «αστέρων», συμπάσχει με τους βίους και τα δράματα των πλουσίων, και με τη πρώτη «ευκαιρία» χτίζει βιλίτσα-τούρτα σε λαϊκό προάστιο για να νιώσει επιτέλους ο ήρωας της γειτονιάς του. Και μακάρι τα πράγματα να ήταν τόσο απλά ή γραφικά, από τη δεκαετία του ΄60 ο φτωχός ήθελε πάντα να είναι πλούσιος, ο λαϊκός ήθελε πάντα να είναι κάτι σαν τον άλλο, αυτόν που αγαπά να μισεί. Η μάζα πάντα «έκλεβε» απ’ τους λίγους. Υπήρχε ακόμη κι’ εκεί κάτι το αυθεντικό.
Η σημερινή κατάσταση, πιστεύω ότι γεννήθηκε την περίοδο της «Αλλαγής». Ως και οι πέτρες μιλούσαν τότε για λαϊκή δικαίωση, πράγμα υγιές και αυτονόητο για την εποχή εκείνη , για κάθε εποχή, αλλά που, όπως τα περισσότερα πράγματα στην Ελλάδα, έγινε άτακτα, με λύσσα και βιασύνη, χωρίς να υπολογιστούν οι μελλοντικές συνέπειες. Το πράγμα διογκώθηκε κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν δάνεια, δόσεις και πλαστικό χρήμα, έγιναν βασικό «όπλο» για τον κάθε είδους απελπισμένο ή στερημένο. Τότε άρχιζε να εμφανίζεται αυτό που αργότερα κυριάρχησε, η θολή πεποίθηση ότι όλα είναι εφικτά. Μια ατμόσφαιρα «πλαστικής» ευημερίας ανέτειλε και έδυε, καθημερινά. Για αρκετά χρόνια, επικρατούσε η εικόνα μιας πλαστής ζωής με ανθρώπινες τάξεις ακυρωμένες από την νέα εποχή, όπου ο λαϊκός άνθρωπος, παρέμενε λαϊκός από συνήθεια και βίτσιο μόνο, σαν ένα καρτούν που έβριζε τους «αστούς», τους «εξουσιαστές» του, ζώντας όμως, επιτέλους, σαν κι’ αυτούς . Έτσι, το συχνό φαινόμενο του νεοέλληνα που στέλνει τα παιδιά του στα τένις και στα κάθε λογής ντι ρι και ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης ,με την ίδια ευκολία που ο ίδιος ανοίγει φιάλες στα ξενυχτάδικα, έχοντας, παράλληλα, συγγενή «επαγγελματία» συνδικαλιστή να τον «βολεύει», θα αποτελέσει πρότυπο για την εμφάνιση ενός μπερδεμένου τύπου Έλληνα, για ένα είδος οπού ο «καταπιεσμένος» και ο «δυνάστης», συναντώνται σ’ ένα πρόσωπο, σ’ ένα χαρακτήρα με διττό και αντιφατικό ψυχισμό.
Με τον ερχομό της νέας κατάστασης και αποκλειστικά γι’ αυτή , νιώθω να έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρο σύμπαν , αυτό του "ΑΥΤΟΝΟΗΤΟΥ" ΕΛΛΗΝΑ, μια νέα «λαϊκή» κουλτούρα που εκφράζεται σε: συμπεριφορές, οικιακά σκεύη, διαφημίσεις, λαζόπουλους , έντυπα, ατάκες και «εθνικούς θριάμβους» σε τέτοιο βαθμό που οτιδήποτε δεν αφομοιώνεται απ’ αυτήν: μια νεανική κι αυθόρμητη πρωτοβουλία, μια νέα και ασυνήθιστη μουσικός, ένας πραγματικά τίμιος πολιτικός που δεν λαϊκίζει για να γίνει συμπαθής, να θεωρείται περίεργο, ξένο σώμα και εντέλει εχθρός. Παράλληλα οι λεγόμενες «προοδευτικές» δυνάμεις, κινούμενες κυρίως γύρω από μια θλιβερή διανοουμενίστικη ελίτ, με γλώσσα βαρετή και απαρχαιωμένη και με δράσεις στα όρια του κλισέ, αντί να διαμορφώνουν πρόσωπα και καταστάσεις, αντί να είναι φωτεινό παράδειγμα πρωτοτυπίας, θάρρους και αληθινού ξοδέματος, παραμένουν στο περιθώριο , χειροκροτώντας άκριτα νέους ,μετανάστες, εργάτες, και διάφορες ψευτοκαλλιτεχνικές απόπειρες, με αποτέλεσμα να συντηρούν το κακό.
Το κακό παραμένει, το κακό υπήρχε πάντα, και δυστυχώς κρύβεται συχνά μέσα στο καλό, στο κοινά αποδεκτό, στο αυτονόητο. Πάλι ακούγονται από παντού πολλά λόγια, γεμίσαμε πάλι ανθρώπους φουσκωμένους από απόψεις κι ερμηνείες. Εμείς ας μη βιαστούμε, ας είμαστε μόνο λίγο πιο παρατηρητικοί…


ζωγραφική του Neo Rauch απο το http://www.davidzwirner.com.

30 Μαΐ 2009

Μάιος Ο Εξωστρεφής




Είχα καιρό να πιάσω πληκτρολόγιο, δεν μπορούσα να γράψω λέξη, μου βγαίνανε όλο κάτι βαρύγδουπες δοκιμιακές απόπειρες ή κείμενα ημερολογιακά όλο «στυλ», οπού το ασήμαντο δοξάζεται άσκοπα, σαν να κολλάει το μάτι σου σε μια πρίζα, σαν να ερωτεύεσαι με πάθος τη καφετιέρα σου.
Οι μήνες της «καταναγκαστικής» χειμωνιάτικης εσωστρέφειας μου έδωσαν την ευκαιρία για πράγματα που ήθελα από καιρό να κάνω, το «στρίμωγμα» μου έδωσε το κατάλληλο χώρο για να γεννηθούν καινούργια πράγματα.
Ο Μάιος, που τώρα φεύγει, ήταν, αντιθέτως, από τους πιο εξωστρεφείς μήνες της μέχρι τώρα ζωής μου, ένα ηχηρό χαστούκι σε όσα με ηρεμία και με πολύ αργούς ρυθμούς είχα στήσει. Ξαφνικά άνθρωποι κάθε είδους ,φίλοι, πρώην συμμαθητές και σημερινοί υποψήφιοι μπαμπάδες, κοσμικοί, τηλεφάτσες, αφηρημένες κούκλες, στρυφνοί καλλιτέχνες, αδίσταχτοι έμποροι πέρασαν από μπροστά μου. Ακούστηκαν κάθε είδους σχόλια για τα πράγματα που είχα φτιάξει. Πίνακες που δημιουργήθηκαν με σιωπή (άντε και με λίγη μουσική), ξαφνικά, μέσα σε λίγες μέρες, γέμισαν με λόγια, ίδρωσαν μες τον συνωστισμό , «αλλοιώθηκαν» από τις ματιές των περαστικών. Το ιδιωτικό έγινε απότομα δημόσιο, το μυστικό έπαψε να είναι μυστικό και έγινε άλλη μια «ενότητα έργων», «νέα δουλειά», «δεύτερη έκθεση», «πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση» και άλλα πολλά. Για άλλους ήμουν ακόμη άτολμος, για άλλους υπερβολικά τολμηρός, κάποιος άλλος πάλι, παρατήρησε ότι οι γυναίκες απουσιάζουν ανησυχητικά από τα έργα μου!
Τώρα ο Μάιος τελειώνει, και μαζί του παίρνει και τις φωνές. Επιστροφή ξανά στη «παλιά» ζωή , ή μήπως το ξεκίνημα μιας νέας, ολοκαίνουριας; Θα δείξει…
δείτε τα έργα εδώ

27 Μαΐ 2009

"Τα Άνθη Της Καθημερινότητας"


Πίσω από τον κόσμο που ζούμε, μακριά στην άβυσσο, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, σε τέτοια σχέση με μας, όπως η σκηνή θεάτρου πίσω από την πραγματική σκηνή. Εκεί διαδραματίζονται όλα! Πολλοί που φαίνονται με το σώμα τους στον πραγματικό κόσμο και διαδραματίζουν την ύπαρξή τους εδώ ανήκουν στον άλλο κόσμο, πίσω από τη σκηνή.

(Søren Kierkegaard, Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα, μτφρ. Δ. Μπέσκος, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2006)

Στην κάπως υπερβατική αυτή φράση του Kierkegaard, κρύβεται μια κριτική του ρεαλισμού, των όρων με τους οποίους αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα, τις αναπαραστάσεις της και δη τις καλλιτεχνικές. Αν υποστηρίξουμε πως η τέχνη κατορθώνει την ποιητική μεταστοιχείωση της απτής πραγματικότητας, τότε θα ήταν άδικο να πούμε, πως η εκάστοτε ρεαλιστική απεικόνιση παραμένει στην πρώτη ανάγνωση του ορατού κόσμου. Τέτοιες σκόρπιες σκέψεις δημιουργεί με την πρώτη ματιά η τελευταία ενότητα έργων του Αχιλλέα Ραζή, υπό τον τίτλο Τα Άνθη Της Καθημερινότητας.

Γνώριμοι άνθρωποι, γνωστά περιβάλλοντα, έντονες φωτοσκιάσεις, καταλαμβάνουν τη ζωγραφική επιφάνεια, με τρόπο που δημιουργεί απορίες ως προς την ίδια την πραγματικότητα τους. Και τούτο διότι, ενώ το σύμπαν των εικόνων του Αχιλλέα Ραζή μοιάζει οικείο στον έλληνα θεατή, είναι στην πραγματικότητα ανεστραμμένο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μίαν ανακατασκευή της καθημερινότητας, προϊόν εν πολλοίς μιας αποστασιοποιημένης θέσης από αυτήν.

Ο Αχιλλέας Ραζής θέτει τους ήρωες του πάνω σε μία θεατρική σκηνή, εκείνη «πίσω από την πραγματική», όπως αυτή του παραπάνω αποσπάσματος. Σκηνοθετεί με σκοπό να διασπάσει το οικείο του σύμπαν στα συστατικά του μέρη. Σε μια προηγούμενη συνθήκη, όπου ο κόσμος φάνταζε σε πλήρη αρμονία με μιαν υπερβατική επιταγή και τάξη, όλα έμοιαζαν να αποτελούν μέρος μιας ολότητας. Αυτός ο «προηγούμενος κόσμος, δε μπορεί πλέον παρά να εμφανίζεται στα μάτια του ανθρώπου της νεωτερικότητας ως διασπασμένος. Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτό που η μοντέρνα τέχνη αναδύει, είναι η νέα αναπαράσταση αυτού του συρραμμένου κόσμου, με εμφανή όλα εκείνα τα σημεία της επανασυγκόλλησης. Τίποτα δεν δύναται πλέον να νοηθεί, άρα και να αναπαρασταθεί, ξανά ως ολότητα.

Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει πως κάθε νέα αναπαράσταση αποτελεί την ίδια στιγμή και κριτική της. Προκύπτει, όμως, εδώ ένα ζήτημα αφήγησης, το τι, με άλλα λόγια, εξιστορείται στα έργα αυτά. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, ο ζωγραφικός κόσμος του Αχιλλέα Ραζή απαρτίζεται από τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν μιαν αμφίσημη και διασπασμένη καθημερινότητα, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο δημόσιο χώρο: πλατείες, εμπορικοί δρόμοι, κερκίδες, λαϊκές αγορές, λέσχες, χώροι αναψυχής, καντίνες, μαγαζάκια, δημόσιες υπηρεσίες, αίθουσες συνελεύσεων, συνθέτουν το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα μια διάδραση με τους εκάστοτε χρήστες της δημόσιας σφαίρας, που εδώ δεν αναπαρίσταται συμβολικά ή αλληγορικά, αλλά «δειγματοληπτικά». Και τούτο διότι, όντας μακριά από μια αντίληψη του δημοσίου χώρου ως ενιαίου, αυτός φέρει τα θραύσματα ενός καταμερισμού, μιας διάσπασης σε επιμέρους λειτουργίες. Μια τέτοια «διάσπαση» δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάζει και να καθορίζει τη συμπεριφορά των χρηστών ή των εμπλεκομένων σε αυτόν. Οι τελευταίοι, συνδικαλιστές, πλαδαρά ζευγάρια με γυαλιστερά σορτς σε διακοπές, αργόσχολοι που παίζουν λόττο και στοίχημα, καταναλωτές, απλοί περαστικοί, παιδιά με μπάλες και skateboards, δείχνουν να μην ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει γύρω τους. Η δραστηριότητά τους παραμένει ανεξάρτητη από το περιβάλλον στο οποίο αυτή λαμβάνει χώρα, όπως επίσης και «απελευθερωμένη» από αυτή των υπολοίπων. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε ένα τέτοιο περιβάλλον καθίστανται τυπικές και καθετί μοιάζει να έχει απολέσει οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα πέρα από τη «ρυθμιστική». Η γλώσσα μετατρέπεται σε κώδικα, ο χώρος σε σύμβαση. Τίποτα δεν οδηγεί στο συμπέρασμα πως ό, τι εκεί διαδραματίζεται εμπεριέχει μιαν ακόμα διάσταση πέρα από την αυστηρά επικοινωνιακή. Κάθε φώνημα και κάθε γράφημα ενέχει έναν αποκλειστικά λειτουργικό χαρακτήρα.

Τελικά ο Ραζής είναι αυτός που κατασκευάζει και το σκηνικό, στο οποίο θα θέσει τους ρόλους, από την αρχή. Οι πράξεις των δραστών σε αυτό δεν καθοδηγούνται από μιαν υπερβατική δύναμη, αλλά αυτόνομα, εμπειρικά. Οι δρώντες δεν συγκροτούν μια κοινότητα, της οποίας τα μέλη έχουν κοινό παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μοιάζουν με αυτό το ποικιλόχρωμο πλήθος, που συνωστίζεται στις στάσεις των λεωφορείων, στις ουρές των δημόσιων υπηρεσιών, ή ακόμα και πίσω από πανό με αντινομικά μεταξύ τους αιτήματα σε μία διαδήλωση.

Πρωταγωνιστές, περιβάλλοντα και χώροι «έρχονται στο φως». Φωτίζονται έντονα, με τρόπο «ανακριτικό», με τρόπο που αποσκοπεί να φανερώσει την αλήθεια τους. Η παθητική φωνή όμως εδώ δεν αρμόζει. Υπάρχει εδώ μια δράση, μια ζωγραφική πράξη. Ο Ραζής είναι αυτός που «φέρνει στο φως», αυτός που «ανακρίνει». Ρίχνει άπλετο φως σε αυτό που επιθυμεί να διαλευκάνει, να δει με άλλο μάτι, στο, εν πολλοίς, τετριμμένο. Ο έντονος φωτισμός, αν και διατηρεί τις αναφορές του στην οπτική εμπειρία, είναι τεχνητός. Είναι το φως που ρίχνει ο ερευνητής στο προς παρατήρηση αντικείμενό του. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, εφόσον, ως ζωγράφος, επιλέγει αυτό που θέλει να δει, αυτό που επιθυμεί να αναδείξει, ώστε να καταφέρει να το μεταστοιχειώσει ποιητικά και να το παραδώσει στο βλέμμα και την κρίση του κοινού.

Ο τίτλος που συνοδεύει τα έργα, Τα Άνθη της Καθημερινότητας, ενέχει την ίδια στιγμή κάτι ειρωνικό, αλλά και κάτι εξόχως υπαινικτικό. Προδιαθέτει για την αρνητική στιγμή της, αυτήν της εκδήλωσης μιας απουσίας, της εξάλειψης του ωραίου και του υψηλού και, ταυτόχρονα, εκφράζει το αίτημα για μια δεύτερη, αναστοχαστική και σε βάθος ματιά στα πράγματα που είναι καταδικασμένα στην καθημερινότητα, στην τρωτότητα, στη φθορά. Η πραγματικότητα «γονιμοποιεί» την αναπαράστασή της, ώστε να παραχθεί ένα νέο «συμβάν», που εδώ δεν είναι άλλο από το καλλιτεχνικό έργο. Ίσως τελικά αυτό να μην είναι τίποτα παραπάνω από το προϊόν αυτής της ανθοφορίας, το άνθος μιας καταδικασμένης στην πεζότητα καθημερινότητας. Κάθε έργο αποτελεί και ένα υπαρκτό αντικείμενο ενατένισης, αποτελούμενο από υλικά τα οποία δύνανται να ανασυγκολλήσουν. Αυτή θα μπορούσε να αποτελεί μιαν ακόμα ιδιότητα της ζωγραφικής: να επανενώνει τον παράδοξα κατακερματισμένο και αντινομικό κόσμο σε μία ύλη, σε ένα υλικό, στον εκάστοτε χρωστήρα. Να παραδώσει επίσης στο βλέμμα του θεατή την συνένωση του ορατού και του αφανούς με τη χρήση μιας και μόνον ύλης. Μέσω μιας ολόκληρης σειράς από αμφισημίες, δεν θα μπορούσαμε παρά να δούμε στο ρεαλισμό και αυτή τη δυνατότητα: να θέτει την παραδοξότητα του οικείου κόσμου στις πραγματικές του διαστάσεις, εκείνες, που μόνον από μια δημιουργική απόσταση μπορούν να γίνουν αντιληπτές.

Κώστας Χριστόπουλος Μάιος 2009.

28 Απρ 2009

To Πασχαλινό Παστίτσιο



-είχα να κατέβω Αθήνα απ’ τον Ιανουάριο, μου είχε λείψει το βουητό της, σαν μελίσσι η Πατησίων τη νύχτα, κι εγώ να προσπαθώ να συνηθίσω. Το πρώτο βράδυ έμεινα άυπνος…
-ακόμα κι αν σιχαίνεσαι αυτή τη πόλη (εγώ πάλι όχι ), πρέπει να παραδεχθείς ότι πάντα κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα κάτι γίνεται, κάτι αλλάζει. Στην Πλατεία Αμερικής η μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές τύλιγε τα πάντα, τους κάδους απορριμμάτων, τις γκρίζες πολυκατοικίες, το αστυνομικό τμήμα κοντά στη Φωκίωνος, εισέβαλε στα μπαλκόνια, παρηγορούσε ευωδιαστά τη ταλαιπωρημένη πόλη.
-η β. έλειπε όλη τη μεγαλοβδομάδα, κι εγώ έμεινα μόνος, δούλευα σαν τρελός προσπαθώντας να καλύψω το κενό, έβαζα fleet foxes και rufus wainwright στη σιντιέρα προσπαθώντας να καλύψω τη σιωπή. Μεγάλη Τρίτη ενώ στις εκκλησίες ακούγονταν το τροπάριο της Κασσιανής εγώ ζωγράφιζα παραλλαγές της φάτσας μου στο καθρέφτη.
-Μεγάλη Τετάρτη και Πέμπτη το ίδιο.
-Μεγάλη Παρασκευή, βράδυ έκανε ζέστη, η Αθήνα είχε αδειάσει, ούτε περίπτερο δεν υπήρχε ανοιχτό. Βγήκα έξω σαν ζαλισμένος. Με κουράζει το πολύ πάρε- δώσε με τη τέχνη, οι πολλές ώρες με τον εαυτό σου και το εγώ σου, σε κάνουν, μάλλον, καλύτερο ζωγράφο, αλλά, σίγουρα, χειρότερο άνθρωπο. ¨Όλες οι αυταπάτες σου, φουντώνουν και ξεχειλίζουν, χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα. Θέλοντας να τα πετάξω όλα αυτά, βγήκα λοιπόν και πήγα στη μικρή εκκλησία του Άγιου Ανδρέα στην οδό Λευκωσίας για δω τον Επιτάφιο. Τι ωραία που είναι όταν αδειάζεις από θεωρίες και ιδέες και απλώς ζεις τη στιγμή. Όλοι έψαλλαν Ω! Γλυκύ μου ¨Έαρ, μες στο σκοτάδι με αναμμένα κεριά . Είδα ανθρώπους απ’ την Αφρική να συμμετέχουν στη σκηνή.
-Λίγο αργότερα στο φιατάκι οδηγούσα κι έβριζα που δεν έβρισκα τίποτε ανοιχτό, η Σταδίου άδεια σαν εγκαταλελειμμένο ελικοδρόμιο, ο Κ. μου τηλεφωνούσε και ρωτούσε, κι εγώ απαντούσα σαν θλιβερός απεσταλμένος στην έρημο,
Καρύτση όλα κλειστά, πάμε Μαβίλη;
Μπα δεν παίζει τίποτα μόλις πέρασα.

Καρύτση, Μαβίλη γιοκ. Οι δύο πλατείες- σαν οάσεις μες στο σκότος και το πένθος, οάσεις όμως που κι’ αυτές, εκείνο το βράδυ, είχαν στερέψει…
Τελικά βρήκαμε ένα μπαρ κάπου στη Λέκκα και βολευτήκαμε. Μεγάλη Παρασκευή προς Μεγάλο Σάββατο. Τσουγκρίσαμε τα ουίσκι μας.
-Το Σάββατο της Ανάστασης πήγα στη θεία μου και το θείο μου(με υποδέχτηκαν με μαντολινάτες!), έφαγα μαγειρίτσα, έκανα τον κομπέρ στην υπερήλικη γιαγιά μου, λέρωσα τα παπούτσια μου με το αναστάσιμο κερί.
- Κυριακή του Πάσχα, ξύπνησα σχετικά νωρίς, βγήκα μια βόλτα στη Κυψέλη, τσίκνα έβγαινε από τις γύρω πολυκατοικίες, κάποιος σ’ ένα μπαλκόνι προσπαθούσε ν’ ανάψει τα κάρβουνα, απόλυτη ησυχία, που και που κάνα αυτοκίνητο με δυνατά μπάσα που έπαιζαν αλβανική ραπ. Ανέβηκα στο διαμέρισμα να τελειώσω επιτέλους αυτό το έργο. Ιεροσυλία; Τι να σας πω δεν ξέρω. Κατά το απόγευμα ζέστανα κι έφαγα το πασχαλινό μου παστίτσιο…

4 Απρ 2009

Σκέψεις για το λαϊκό τραγούδι.


Αισθανόμουν πάντοτε αμήχανα με το λαϊκό τραγούδι, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.Με ενοχλεί η εμμονή σ' έναν μονοδιάστατο κόσμο, η διογκωμένη εικόνα του λαϊκού, τίμιου, αδικημένου παλικαριού, που είναι μόνος του και κανείς δεν τον καταλαβαίνει.Η κοινωνία, στο λαϊκό τραγούδι, είναι άκαρδη, πράγμα που είναι αλήθεια κατά βάθος, αλλά οι περισσότεροι ήρωες του λαϊκού μας τραγουδιού, δεν κάνουν κάτι γι' αυτό, δέχονται παθητικά το πεπρωμένο. Όταν αυτό το πράγμα δεν συμβαίνει,σπάνια δηλαδή,τότε πραγματικά μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι το αληθινά λαμπερό και υπερβατικό. Τέτοιες περιπτώσεις είναι ο Τσιτσάνης,ο Μάρκος,ο Παπαϊωάννου,και αρκετοί μεταγενέστεροι, όπως ο Άκης Πάνου ή ο Ζαμπέτας,για να αναφέρω, μόνο, όσους πραγματικά αγαπώ.Τι κάναν, όλοι αυτοί, και γιατί τους ακούμε όλοι εμείς, που είμαστε άσχετοι με τη "θεματογραφία" του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού; Δέχονται τον εαυτό τους σαν ένα μέρος όλου του κόσμου, το τραγούδι τους, αν και βαθιά υποκειμενικό στο ξεκίνημα του, στο τέλος νιώθεις ότι αφορά τους πάντες, κάθε είδους αδικημένο(όχι μόνο τον ταξικά αδικημένο), κάθε είδους ερωτευμένο(παρανόμου, νόμιμου, ορθόδοξου, ανορθόδοξου). Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσα στην ένταση της δημιουργίας, ξεχνάει κανείς τα μικροσυμφέροντα του και το μίζερο εαυτό του, και βρίσκει κάτι που αφορά περισσότερους απ' όσους κι ίδιος φαντάζεται. Κι' αυτό, τις περισσότερες φορές, γίνεται έτσι, χωρίς υπολογισμούς. Έτσι, λοιπόν, όταν ο Γιώργος Νταλάρας, αγχώνεται να γίνει ο οικουμενικός μας τραγουδιστής, αποτυγχάνει, γιατί δεν αρκεί μόνο η φωνή του βιρτουόζου, χρειάζεται ειλικρίνεια, να παραδεχθείς τα χάλια σου στους άλλους,όχι από ναρκισσισμό, ούτε για να σε λυπηθούν, αλλά για σε ανασύρουν έξω στο φως.
Τώρα βέβαια θα μου πείτε, υπάρχει λαϊκό τραγούδι σήμερα, ή καλύτερα τι ορίζουμε ως λαϊκό; Αυτό είναι θέμα για άλλο ποστ, Θα επανέλθω...

14 Μαρ 2009

Μπλά μπλά μπλά


Αρχίζοντας μια καινούργια δουλειά, έχεις ήδη δει κάτι , σαν όνειρο. Νιώθεις μια περίεργη χαρά, μια βιαστική χαρά, σαν να ξέρεις, σαν να έχεις ήδη δει το τέλος, σαν να έχεις φανταστεί το σημείο που θέλεις να φτάσεις . Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι ξέρεις το πώς και το γιατί, προσποιείσαι ότι πατάς επάνω σε σταθερό έδαφος, σε βεβαιότητες, αλλά κάθε σου κίνηση αποδεικνύει το αντίθετο.. Θέλεις να ξεφορτωθείς ότι σε βαραίνει, να το μετατρέψεις σε κάτι άλλο, καινούργιο, πιο σταθερό ίσως, και με μεγαλύτερη διάρκεια. Εύχεσαι να μπορέσεις, αυτή τη φορά, να είσαι πιο ακριβής, πιο οξύς, πιο σίγουρος γι’ αυτά που αγαπάς, και γι’ αυτά που δεν αγαπάς. Η πορεία προς την ολοκλήρωση της δουλειάς, εάν μπορούμε να λέμε «ολοκλήρωση» για κάτι που διαρκώς συνεχίζεται, είναι έντονη, κουραστική, αλλά και με πολλές μικρές χαρές που σου αποκαλύπτονται διαδοχικά, και στη δική μου περίπτωση, με πολύ αργούς ρυθμούς.
Τα τελευταία χρόνια, ζω κυρίως στην Αλεξανδρούπολη, μια πόλη καινούργια, με ήπιους ανθρώπους και μπόλικη εσωστρέφεια, μια πόλη ελάχιστα «εμπνευστική», με τη κλασσική έννοια του όρου. Ο τρόπος που δουλεύω, εξαρτάται από τον τρόπο που ζω, από τους τόπους που κινούμαι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ζωγραφίζω και τη Αλεξανδρούπολη, ή για να το πω καλύτερα εντάσσω και την Αλεξανδρούπολη στις ιστορίες που θέλω να διηγηθώ. Τη χρησιμοποιώ ως σκηνικό, ως μια πόλη μισοαληθινή, αφαιρώντας το όποιο φολκλόρ ,τη «μυθολογία» με το ζόρι. Κουράζομαι με τις οποιεσδήποτε ψευδαισθησιακές αποδόσεις της « πραγματικότητας » που αμολάει, με τόση ευκολία και χωρίς αυτοέλεγχο, η οποιαδήποτε απαίδευτη ψυχή, στο όνομα μιας αρτίστικης, δήθεν, ελευθερίας. Από την άλλη κοιτώ με μικρή καχυποψία απ' τη μία (αλλά και με ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον απ' την άλλη ), τη τάση εκείνη που θέλει να κοιτάζει το "ασήμαντο", να ασχολείται με το τετριμμένο, δημιουργώντας, πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιεί, και εις βάρος της, μια νέα «φιλολογία», ακόμη μια «σχολή», μια «μυθολογία» που απεχθάνεται τις άλλες «μυθολογίες».
Η ενότητα των έργων που σε λίγο θα ολοκληρωθεί, έχει ως θέμα τη «καθημερινότητα», το «κοινότυπο» και όλα όσα υπονοούνται με αυτά . Προσπαθώ με όση λιγότερη «ηρωοποίηση» , να αποδώσω τα όσα βλέπω και σκέφτομαι, ζώντας για πρώτη φορά στη ζωή μου στην επαρχία, κατεβαίνοντας που και που στην Αθήνα, ενώ όλα αλλάζουν παντού, μέσα μας και έξω μας. Προσπαθώ να βάλω σε μια δική μου, προσωπική, τάξη, αυτό που καθημερινά έρχεται χύμα και τις σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να το έχω φανταστεί. Σε λίγο αυτό θα χει τελειώσει, και όλα θα ανακατευθούν, εκ νέου, και δεν θα μ' αφήνουν σε ησυχία για μια ακόμη φορά...

10 Φεβ 2009

Ένα κείμενο

διαβάστε ένα ενδιαφέρον κείμενο του Κώστα Χριστόπουλου για τον ρόλο καλλιτεχνών σε περιόδους εξεγέρσεων, από τις Αναγνώσεις της Αυγής:



"Μια σχέση υπό συνεχή διαμόρφωση

Του Κώστα ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Όλες αυτές τις ημέρες ακούστηκε συχνά το αίτημα για αμεσότερη εμπλοκή των καλλιτεχνών, οι οποίοι, ιδεατά για κάποιους, θα όφειλαν να αφήσουν το βολικό χώρο του εργαστηρίου τους και να συνδράμουν στις κινητοποιήσεις. Με άλλα λόγια, να εγκαταλείψουν την «ομφαλοσκόπηση», να πάψουν να είναι «αυτοαναφορικοί», εμπλουτίζοντας την «εξέγερση» με την επεξεργασία νέων, επιτελεστικών ή όχι, μορφών πολιτικής δράσης. Ένα τέτοιο αίτημα βλέπει στην καλλιτεχνική παραγωγή –«εργασία» θα λέγαμε εδώ- κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που καθίστανται σημαντικά για την πληρέστερη διατύπωση και επίτευξη των αιτημάτων μιας εξέγερσης. Προσδίδει λοιπόν στους καλλιτέχνες, και κατόπιν στη συλλογικότητα που απαρτίζεται απ’ αυτούς, μια ιδιαιτερότητα ικανή να γεφυρώσει τη σχέση του αισθητικού με το πολιτικό, στη στιγμή της έντασής της.
Ας τολμήσουμε να υποστηρίξουμε από την αρχή, πως δεν υπάρχει καμία πλέον διάκριση ανάμεσα στο πολιτικό και το καλλιτεχνικό υποκείμενο. Διαπιστώνει κανείς, πως στα πρόσφατα γεγονότα οι καλλιτέχνες ήταν εκεί. Εκεί όπου ο καθένας έκρινε πως έπρεπε να είναι. Πριν απ’ όλα, ως πολίτης, ως υποκείμενο που φέρει, μεταπλάθει και αναδιατυπώνει το λόγο του στη δημόσια σφαίρα, πριν και πέρα από κάθε απόπειρα απολαβής κάποιου ειδικού ρόλου, έχοντας ήδη εκούσια απεκδυθεί και εν μέρει απολέσει το προνόμιο του «διαφωτιστή».
Εδώ κρύβεται μια σημαντική αλλαγή αντίληψης όσον αφορά τη σχέση του καλλιτεχνικού δρώντος και του θεατή που ανανεώνει το προηγούμενο καθεστώς. Η εμπέδωση αυτής της νέας διαπλοκής, φέρνει στο προσκήνιο ισότιμα θεατή και καλλιτέχνη. Είναι ο θεατής αυτός που πλέον έχει το λόγο, αυτός που, έχοντας ήδη μεταπλάσει και φέρει στην επιφάνεια όλα τα προτάγματα και τις μορφές δράσης των ιστορικών πρωτοποριών, δεν περιμένει πλέον κάτι, ένα σημάδι, έναν ανατρεπτικό λόγο για να βγει στους δρόμους. Οφείλουμε, λοιπόν, να αναλογιστούμε το νέο τρόπο λειτουργίας της τέχνης, εν μέσω κοινωνικών συγκρούσεων, πέρα και έξω από τα ως τώρα σχηματισμένα δίπολα, ενός κάποιου πομπού και ενός ενδεχόμενου δέκτη αισθητικού υλικού. Όχι απαραίτητα καταλύοντας αυτά τα δίπολα, αλλά εμπλουτίζοντάς τα.
Εξάλλου, μια εξέγερση φέρνει στην επιφάνεια μια μακρά εργασία που έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Τα αποτελέσματά της αναδύονται υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που σε μια εξέγερση διαδηλώνεται είναι το δικαίωμα της ύπαρξης, αλλά, κυρίως, η ανάδειξη ως κυρίαρχου ενός νέου υποκειμένου. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη στην εκάστοτε εξέγερση, πρέπει προηγουμένως να εξετάσουμε ποιο είναι το νέο εξεγερμένο υποκείμενο εν γένει, καθώς και το τι αιτείται.
Εφόσον μια ολόκληρη σειρά πραγμάτων δείχνει να έχει κλείσει τον κύκλο της, τα εποπτικά εργαλεία, μέσω των οποίων βλέπουμε τη σχέση τέχνης και εξέγερσης, φαίνονται ξεπερασμένα. Όπως άλλωστε και οι σχέσεις της ουτοπίας και πραγματικότητας, αυτονομίας και ετερονομίας, εμπλοκής (ατομικής και συλλογικής) και αναχωρητισμού, αλλά και προβληματικοί όροι, όπως η «αυτοαναφορικότητα». Οφείλουμε λοιπόν να δούμε τι επακολουθεί.
Είναι πάντως σίγουρο, πως στα έργα του άμεσου μέλλοντος, το σκηνικό των οποίων θα μοιάζει με αυτό της κατεστραμμένης και λεηλατημένης Αθήνας, θα δούμε και, ίσως, θα αναγνώσουμε το νέο εξεγερσιακό υποκείμενο, όπως κι αν υπήρξε αυτό πραγματικά, τον περασμένο Δεκέμβρη.

Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης"

19 Ιαν 2009

Η Ομορφάσχημη




Κατεβαίνοντας την οδό Μηθύμνης στην Πλατεία Αμερικής, υπάρχει ένα αραβικό μαγαζί όπου μπορεί να βρει κανείς νόστιμο φαλάφελ. Το έχουν, δύο χαμογελαστοί νέοι Άραβες που σε αποκαλούν «φίλε», σε κερνάνε και μετά συνεχίζουν να «πειράζουν» αθώα τις περαστικές στο δρόμο. Οι περαστικές είναι συνήθως κορίτσια απ’ την Αφρική με ράστα μαλλιά και παντόφλες ή αλβανοπούλες λαικοπόπ, με πρόσωπα όλο γωνίες και μυτερά χαρακτηριστικά. Στο κέντρο, αλλά και στις περιφερειακές γειτονιές , πληθαίνουν τα μαγαζιά με αραβικές επιγραφές. Προχθές πήγα στο Περιστέρι με μετρό αναζητώντας μια ψηφιακή μηχανή, εκεί βλέπει κανείς κουρεία αράβων , τα υπέροχα (σαν σπαθιά) γράμματα τους είναι σχεδιασμένα στη βιτρίνα με πράσινη ή κόκκινη μπογιά. Πιο δίπλα υπήρχε ένα καφενείο, σαν κι’ αυτά της ελληνικής υπαίθρου, «ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΡΙΚΑΛΑ» με φωτισμό γραφείου κηδειών. Μικρόσωμες, σαν καρτούν, γριές, περπατούσαν και έβριζαν «για τα χάλια μας», η οργή τους, αρχικά, μπορεί να φαίνεται γραφική, αλλά μπορεί, σύντομα, να γίνει επικίνδυνη. Όλοι αυτοί οι « αγανακτισμένοι πολίτες» δε θα δυσκολευτούν, μεθαύριο, να δώσουν ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά στο Καρατζαφέρη και το κόμμα του. Όταν ανακατεύεται ο λαϊκισμός ,με μπόλικο συντηρητισμό και αρκετές δόσεις απελπισίας, το αποτέλεσμα ξέρουμε όλοι τι μπορεί να είναι. Στην πόλη εδώ και δεκαπέντε χρόνια βρίσκονται ανάμεσα μας, από μοναχικές Φιλιππινέζες, μέχρι Πακιστανοί που ζουν, κυριολεκτικά, ο ένας πάνω στον άλλον, οικογένειες ολόκληρες από τα Βαλκάνια, την Αφρική, την Ασία. Μέσα σε λίγα χρόνια, γκρίζες πληκτικές γειτονιές, γέμισαν ξανά με χρώμα, με παιδιά, οι δρόμοι μοσχοβόλησαν ξανά φαγητό σπιτικό, απ’ τις γύρω κουζίνες απλώθηκαν καινούργιες μυρωδιές.. Ένα ολόκληρο σύμπαν αναπνέει τώρα και αναπτύσσεται ερήμην μας, την ώρα που οι «Αθηναίοι» πενθούμε το τέλος της μικρής μας πόλης.
Όλη αυτή η μουρμούρα για τα προβλήματα της πόλης με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Φυσικά και υπάρχουν προβλήματα, δεν τα αγνοώ καθόλου, απλά πιστεύω ότι τόσα χρόνια αναλωθήκαμε σε μια παθητική γκρίνια που μας χαστούκιζε καθημερινά. Ήρθε η ώρα για πράξεις. Ο δήμαρχος , ο κάθε δήμαρχος, είναι πολύ λίγος για τόσα πολλά προβλήματα , για μια τέτοια πόλη. Εάν δεν αισθανθούμε εμείς πρώτα Αθηναίοι, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα, το μπετόν θα συνεχίζει μας καταπλακώνει, και μείς θα μισούμε ακόμη περισσότερο αυτή τη πόλη, θα μισούμε τους διπλανούς μας, θα μισούμε τον ίδιο μας τον εαυτό .
Δεν πιστεύω σε χαμένες πόλεις. Η Αθήνα παρά τα όσα τραβάει και θα τραβήξει, δεν θα πάψει να εξελίσσεται, να αλλάζει σχήμα, να αφομοιώνει ετερόκλητα στοιχεία. Αυτή η ομορφο-άσχημη πόλη έχει ακόμη πολλές κρυφές πλευρές που μας καλούν να τις ανακαλύψουμε. Περπάτησα πάλι στην Αθήνα, πέρασα από αγαπημένα μου σημεία, Σταδίου ,Κολοκοτρώνη, Αιόλου, Βαρβάκειο, χάζεψα τα μπαχαρικά στην Ευριπίδου. Στα Εξάρχεια ανέβηκα ως τη Καλλιδρομίου και μετά κατρακύλησα ως τη Πατησίων. Συνάντησα φίλους στα μπαράκια της Καρύτση, αγόρασα υλικά ζωγραφικής απ’ την Πραξιτέλους. Μπήκα στο Μετρό της, χάζεψα τις ταράτσες της με τ’ απλωμένα σεντόνια, κρυφοκοίταξα μπαλκόνια και φωτισμένα παράθυρα, και είδα ξανά αυτό το μοναδικό ,περίεργο, φώς της, που τόσο νοσταλγώ όταν λείπω, ένα φώς χρυσό, λίγο μετά το μεσημέρι. Ο Ιανουάριος με τον παγωμένο αέρα του, είχε καθαρίσει κάπως τα πράγματα, υπήρχε παντού διαύγεια.
Για εμάς, που ήμασταν αλλού τις ημέρες των γεγονότων, το να δούμε τα «καμένα» αποτελούσε μέρος μιας ήσυχης βόλτας, όπως άλλοι βλέπουν σπίτια διασήμων νεκρών ή παλιά ρωμαϊκά υδραγωγεία πνιγμένα στους κισσούς. Φίλοι που είχαν ξαφνικά αφήσει μούσια, ανέλαβαν την περίεργη αυτή «ξενάγηση». ΟΙ στάχτες ήταν εκεί, οι δρόμοι άδειοι σαν Κυριακή, οι φωνές είχαν φύγει. Υπήρχε παντού, πια, ησυχία και διαλλακτικότητα. Στη διαφημιστική πινακίδα μιας καμένης στάσης λεωφορείου στη Σόλωνος, είχε ανοιχτεί μια μεγάλη τρύπα, ο φίλος μου είπε ότι την ώρα που όλα καίγονταν, η διαφημιστική πινακίδα παρέμενε φωτισμένη.
Η πόλη μέχρι σήμερα έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα. Τουλάχιστον, από τότε που τη θυμάμαι (αρχές 80), έχει αλλάξει τουλάχιστον τέσσερις- πέντε φορές. Τώρα , απ’ ότι φαίνεται, ήρθε η στιγμή ν’ αλλάξει για μια ακόμη φορά. Πολλοί είδαν την Αθήνα με τα δικά τους μάτια. Δεν είναι μόνο ο Τσαρούχης με τα Καφενεία του, και ο Χατζιδάκις με τις λατέρνες και την Οδό Ονείρων του, είναι επίσης και ο Κηλαηδόνης, ο Κραουνάκης , οι Στέρεο Νόβα πιο πρόσφατα, ο Χρήστος Βακαλόπουλος με τα γραπτά του και τη ταινία Όλγα Ρόμπαρντς, , ο Τσίρκας σε μερικές σελίδες της Χαμένης Άνοιξης του, ο Μένης Κουμανταρέας, τα Κόμιξ του Λέανδρου με την ανατιναγμένη Αθήνα του, οι «Απέναντι» του Πανουσόπουλου, οι ταινίες του Οικονομίδη και του Γιάνναρη. Αυτοί και τόσοι άλλοι, ψάχνουν για το μυστικό της πόλης. Μερικοί βλέπουν την Αθήνα σαν μια Καβαφική Αλεξάνδρεια, άλλοι μια πόλη Νέουορκέζικη συναρπαστική, οπού το SEX και το CITY παιχνιδίζουν ανάλαφρα. Άλλοι ψάχνουν στα Νοτιοδυτικά Προάστια μια συνέχεια της Αβάνας ή του Λος Άντζελες, άλλοι ψάχνουν στη Βουκουρεστίου για το Παρίσι ή το Μιλάνο, άλλοι στη Σωκράτους ή το Μεταξουργείο για τη Βομβάη ή το Κάιρο. Υπάρχει πολύς Τζάρμους και Σπάικ Λι στη Κυψέλη. Πολύ «Μίσος» γύρω απ’ τα Εξάρχεια. Παντού θα δεις πολλές χοντρές περιπτερούδες που θα σου θυμίσουν Άμαρκορντ. Τέλος, έχω δει πολλούς «επαρχιώτες στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη», όπως λέει και ο Σαββόπουλος στον πιο «Αθηναϊκό» του δίσκο «Τραπεζάκια Έξω».
Αλλάξαμε κι’ εμείς, μαζί με τη πόλη. Με φίλους κάποτε, οργώναμε τη Πατησίων, μπαίναμε σ’ αυτά τα παλιά τρόλεϊ με το κιτρινοπορτοκαλί χρώμα, μιλώντας με ενθουσιασμό για τη σκηνή του Μάντσεστερ και για άλλα «σοβαρά» θέματα. Τώρα επικοινωνούμε μόνο διαδικτυακά. Έχουν αυτοί τα δικά τους, περνάω κι εγώ τη Φάση του Σπιτόγατου. Μου λείπουν όμως αυτές οι βόλτες.
Παλιά λάτρευα τον Ηλεκτρικό. Ήξερα απ’ έξω τις ατάκες των πλανοδίων. Ένοιωθα σαν ήρωας του Tardi, ονειρευόμουν την μελλοντική Αθήνα, σαν το Μπλεηντράνερ, με υπόγειους σταθμούς σαν αίθουσες όπερας, με τρισδιάστατες ρεκλάμες και βουδιστές μοναχούς να περιμένουν τον επόμενο συρμό. Το είχε αυτό ο Ηλεκτρικός, με τους τόσο διαφορετικούς σταθμούς του, τη Βικτώρια που είχε κάτι το ευρωπαϊκό, σαν Βερολίνο (δεν έχω πάει), το Μοναστηράκι είχε κάτι το μαγικό , από κει και μετά όλα θύμιζαν Ανατολή. Τώρα με το Μετρό είναι όλα πιο βολικά, πιο εκσυγχρονισμένα, αλλά λιγότερο ενδιαφέροντα.
Όλα τρέχουν γρήγορα, τα γεγονότα, οι μόδες, οι τάσεις, οι απαισιόδοξοι παίζουν μποξ με τους αισιόδοξους, οι ρομαντικοί με τους πραγματιστές, οι νοσταλγοί με τους υστερικούς του «τώρα». Σήμερα, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι αφήνουν τα λίγα νεοκλασικά στην άκρη και επανεκτιμούν τις πολυκατοικίες του 60 , πράγμα που Θεωρώ πως μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο νηφάλια, πιο ρεαλιστική, ανάγνωση της πόλης. Από την άλλη, πολίτες οργανώνονται (οι ποδηλάτες, η ομάδα μπλάνκο, οι πάνθηρες των δρόμων), χωρίς να τα περιμένουν όλα απ’ τους άλλους, ζούνε μ’ έναν νέο τρόπο στη πόλη, περιορίζοντας το χάος, προτείνοντας απλές καθημερινές λύσεις σε χρόνια προβλήματα. Καινούργια σάιτ ξεφυτρώνουν,(βλ.hearsaying.com), που σαν εντομολόγοι ψάχνουν για μικρά χαμένα αθηναϊκά θαύματα που όλοι εμείς , κάποτε ή και πρόσφατα ακόμα, αγνοήσαμε. Η αρχή έχει γίνει. Η πόλη είναι καταδικασμένη να πετύχει.

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες