19 Ιαν 2009

Η Ομορφάσχημη




Κατεβαίνοντας την οδό Μηθύμνης στην Πλατεία Αμερικής, υπάρχει ένα αραβικό μαγαζί όπου μπορεί να βρει κανείς νόστιμο φαλάφελ. Το έχουν, δύο χαμογελαστοί νέοι Άραβες που σε αποκαλούν «φίλε», σε κερνάνε και μετά συνεχίζουν να «πειράζουν» αθώα τις περαστικές στο δρόμο. Οι περαστικές είναι συνήθως κορίτσια απ’ την Αφρική με ράστα μαλλιά και παντόφλες ή αλβανοπούλες λαικοπόπ, με πρόσωπα όλο γωνίες και μυτερά χαρακτηριστικά. Στο κέντρο, αλλά και στις περιφερειακές γειτονιές , πληθαίνουν τα μαγαζιά με αραβικές επιγραφές. Προχθές πήγα στο Περιστέρι με μετρό αναζητώντας μια ψηφιακή μηχανή, εκεί βλέπει κανείς κουρεία αράβων , τα υπέροχα (σαν σπαθιά) γράμματα τους είναι σχεδιασμένα στη βιτρίνα με πράσινη ή κόκκινη μπογιά. Πιο δίπλα υπήρχε ένα καφενείο, σαν κι’ αυτά της ελληνικής υπαίθρου, «ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΡΙΚΑΛΑ» με φωτισμό γραφείου κηδειών. Μικρόσωμες, σαν καρτούν, γριές, περπατούσαν και έβριζαν «για τα χάλια μας», η οργή τους, αρχικά, μπορεί να φαίνεται γραφική, αλλά μπορεί, σύντομα, να γίνει επικίνδυνη. Όλοι αυτοί οι « αγανακτισμένοι πολίτες» δε θα δυσκολευτούν, μεθαύριο, να δώσουν ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά στο Καρατζαφέρη και το κόμμα του. Όταν ανακατεύεται ο λαϊκισμός ,με μπόλικο συντηρητισμό και αρκετές δόσεις απελπισίας, το αποτέλεσμα ξέρουμε όλοι τι μπορεί να είναι. Στην πόλη εδώ και δεκαπέντε χρόνια βρίσκονται ανάμεσα μας, από μοναχικές Φιλιππινέζες, μέχρι Πακιστανοί που ζουν, κυριολεκτικά, ο ένας πάνω στον άλλον, οικογένειες ολόκληρες από τα Βαλκάνια, την Αφρική, την Ασία. Μέσα σε λίγα χρόνια, γκρίζες πληκτικές γειτονιές, γέμισαν ξανά με χρώμα, με παιδιά, οι δρόμοι μοσχοβόλησαν ξανά φαγητό σπιτικό, απ’ τις γύρω κουζίνες απλώθηκαν καινούργιες μυρωδιές.. Ένα ολόκληρο σύμπαν αναπνέει τώρα και αναπτύσσεται ερήμην μας, την ώρα που οι «Αθηναίοι» πενθούμε το τέλος της μικρής μας πόλης.
Όλη αυτή η μουρμούρα για τα προβλήματα της πόλης με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Φυσικά και υπάρχουν προβλήματα, δεν τα αγνοώ καθόλου, απλά πιστεύω ότι τόσα χρόνια αναλωθήκαμε σε μια παθητική γκρίνια που μας χαστούκιζε καθημερινά. Ήρθε η ώρα για πράξεις. Ο δήμαρχος , ο κάθε δήμαρχος, είναι πολύ λίγος για τόσα πολλά προβλήματα , για μια τέτοια πόλη. Εάν δεν αισθανθούμε εμείς πρώτα Αθηναίοι, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα, το μπετόν θα συνεχίζει μας καταπλακώνει, και μείς θα μισούμε ακόμη περισσότερο αυτή τη πόλη, θα μισούμε τους διπλανούς μας, θα μισούμε τον ίδιο μας τον εαυτό .
Δεν πιστεύω σε χαμένες πόλεις. Η Αθήνα παρά τα όσα τραβάει και θα τραβήξει, δεν θα πάψει να εξελίσσεται, να αλλάζει σχήμα, να αφομοιώνει ετερόκλητα στοιχεία. Αυτή η ομορφο-άσχημη πόλη έχει ακόμη πολλές κρυφές πλευρές που μας καλούν να τις ανακαλύψουμε. Περπάτησα πάλι στην Αθήνα, πέρασα από αγαπημένα μου σημεία, Σταδίου ,Κολοκοτρώνη, Αιόλου, Βαρβάκειο, χάζεψα τα μπαχαρικά στην Ευριπίδου. Στα Εξάρχεια ανέβηκα ως τη Καλλιδρομίου και μετά κατρακύλησα ως τη Πατησίων. Συνάντησα φίλους στα μπαράκια της Καρύτση, αγόρασα υλικά ζωγραφικής απ’ την Πραξιτέλους. Μπήκα στο Μετρό της, χάζεψα τις ταράτσες της με τ’ απλωμένα σεντόνια, κρυφοκοίταξα μπαλκόνια και φωτισμένα παράθυρα, και είδα ξανά αυτό το μοναδικό ,περίεργο, φώς της, που τόσο νοσταλγώ όταν λείπω, ένα φώς χρυσό, λίγο μετά το μεσημέρι. Ο Ιανουάριος με τον παγωμένο αέρα του, είχε καθαρίσει κάπως τα πράγματα, υπήρχε παντού διαύγεια.
Για εμάς, που ήμασταν αλλού τις ημέρες των γεγονότων, το να δούμε τα «καμένα» αποτελούσε μέρος μιας ήσυχης βόλτας, όπως άλλοι βλέπουν σπίτια διασήμων νεκρών ή παλιά ρωμαϊκά υδραγωγεία πνιγμένα στους κισσούς. Φίλοι που είχαν ξαφνικά αφήσει μούσια, ανέλαβαν την περίεργη αυτή «ξενάγηση». ΟΙ στάχτες ήταν εκεί, οι δρόμοι άδειοι σαν Κυριακή, οι φωνές είχαν φύγει. Υπήρχε παντού, πια, ησυχία και διαλλακτικότητα. Στη διαφημιστική πινακίδα μιας καμένης στάσης λεωφορείου στη Σόλωνος, είχε ανοιχτεί μια μεγάλη τρύπα, ο φίλος μου είπε ότι την ώρα που όλα καίγονταν, η διαφημιστική πινακίδα παρέμενε φωτισμένη.
Η πόλη μέχρι σήμερα έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα. Τουλάχιστον, από τότε που τη θυμάμαι (αρχές 80), έχει αλλάξει τουλάχιστον τέσσερις- πέντε φορές. Τώρα , απ’ ότι φαίνεται, ήρθε η στιγμή ν’ αλλάξει για μια ακόμη φορά. Πολλοί είδαν την Αθήνα με τα δικά τους μάτια. Δεν είναι μόνο ο Τσαρούχης με τα Καφενεία του, και ο Χατζιδάκις με τις λατέρνες και την Οδό Ονείρων του, είναι επίσης και ο Κηλαηδόνης, ο Κραουνάκης , οι Στέρεο Νόβα πιο πρόσφατα, ο Χρήστος Βακαλόπουλος με τα γραπτά του και τη ταινία Όλγα Ρόμπαρντς, , ο Τσίρκας σε μερικές σελίδες της Χαμένης Άνοιξης του, ο Μένης Κουμανταρέας, τα Κόμιξ του Λέανδρου με την ανατιναγμένη Αθήνα του, οι «Απέναντι» του Πανουσόπουλου, οι ταινίες του Οικονομίδη και του Γιάνναρη. Αυτοί και τόσοι άλλοι, ψάχνουν για το μυστικό της πόλης. Μερικοί βλέπουν την Αθήνα σαν μια Καβαφική Αλεξάνδρεια, άλλοι μια πόλη Νέουορκέζικη συναρπαστική, οπού το SEX και το CITY παιχνιδίζουν ανάλαφρα. Άλλοι ψάχνουν στα Νοτιοδυτικά Προάστια μια συνέχεια της Αβάνας ή του Λος Άντζελες, άλλοι ψάχνουν στη Βουκουρεστίου για το Παρίσι ή το Μιλάνο, άλλοι στη Σωκράτους ή το Μεταξουργείο για τη Βομβάη ή το Κάιρο. Υπάρχει πολύς Τζάρμους και Σπάικ Λι στη Κυψέλη. Πολύ «Μίσος» γύρω απ’ τα Εξάρχεια. Παντού θα δεις πολλές χοντρές περιπτερούδες που θα σου θυμίσουν Άμαρκορντ. Τέλος, έχω δει πολλούς «επαρχιώτες στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη», όπως λέει και ο Σαββόπουλος στον πιο «Αθηναϊκό» του δίσκο «Τραπεζάκια Έξω».
Αλλάξαμε κι’ εμείς, μαζί με τη πόλη. Με φίλους κάποτε, οργώναμε τη Πατησίων, μπαίναμε σ’ αυτά τα παλιά τρόλεϊ με το κιτρινοπορτοκαλί χρώμα, μιλώντας με ενθουσιασμό για τη σκηνή του Μάντσεστερ και για άλλα «σοβαρά» θέματα. Τώρα επικοινωνούμε μόνο διαδικτυακά. Έχουν αυτοί τα δικά τους, περνάω κι εγώ τη Φάση του Σπιτόγατου. Μου λείπουν όμως αυτές οι βόλτες.
Παλιά λάτρευα τον Ηλεκτρικό. Ήξερα απ’ έξω τις ατάκες των πλανοδίων. Ένοιωθα σαν ήρωας του Tardi, ονειρευόμουν την μελλοντική Αθήνα, σαν το Μπλεηντράνερ, με υπόγειους σταθμούς σαν αίθουσες όπερας, με τρισδιάστατες ρεκλάμες και βουδιστές μοναχούς να περιμένουν τον επόμενο συρμό. Το είχε αυτό ο Ηλεκτρικός, με τους τόσο διαφορετικούς σταθμούς του, τη Βικτώρια που είχε κάτι το ευρωπαϊκό, σαν Βερολίνο (δεν έχω πάει), το Μοναστηράκι είχε κάτι το μαγικό , από κει και μετά όλα θύμιζαν Ανατολή. Τώρα με το Μετρό είναι όλα πιο βολικά, πιο εκσυγχρονισμένα, αλλά λιγότερο ενδιαφέροντα.
Όλα τρέχουν γρήγορα, τα γεγονότα, οι μόδες, οι τάσεις, οι απαισιόδοξοι παίζουν μποξ με τους αισιόδοξους, οι ρομαντικοί με τους πραγματιστές, οι νοσταλγοί με τους υστερικούς του «τώρα». Σήμερα, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι αφήνουν τα λίγα νεοκλασικά στην άκρη και επανεκτιμούν τις πολυκατοικίες του 60 , πράγμα που Θεωρώ πως μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο νηφάλια, πιο ρεαλιστική, ανάγνωση της πόλης. Από την άλλη, πολίτες οργανώνονται (οι ποδηλάτες, η ομάδα μπλάνκο, οι πάνθηρες των δρόμων), χωρίς να τα περιμένουν όλα απ’ τους άλλους, ζούνε μ’ έναν νέο τρόπο στη πόλη, περιορίζοντας το χάος, προτείνοντας απλές καθημερινές λύσεις σε χρόνια προβλήματα. Καινούργια σάιτ ξεφυτρώνουν,(βλ.hearsaying.com), που σαν εντομολόγοι ψάχνουν για μικρά χαμένα αθηναϊκά θαύματα που όλοι εμείς , κάποτε ή και πρόσφατα ακόμα, αγνοήσαμε. Η αρχή έχει γίνει. Η πόλη είναι καταδικασμένη να πετύχει.

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες