28 Απρ 2009

To Πασχαλινό Παστίτσιο



-είχα να κατέβω Αθήνα απ’ τον Ιανουάριο, μου είχε λείψει το βουητό της, σαν μελίσσι η Πατησίων τη νύχτα, κι εγώ να προσπαθώ να συνηθίσω. Το πρώτο βράδυ έμεινα άυπνος…
-ακόμα κι αν σιχαίνεσαι αυτή τη πόλη (εγώ πάλι όχι ), πρέπει να παραδεχθείς ότι πάντα κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα κάτι γίνεται, κάτι αλλάζει. Στην Πλατεία Αμερικής η μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές τύλιγε τα πάντα, τους κάδους απορριμμάτων, τις γκρίζες πολυκατοικίες, το αστυνομικό τμήμα κοντά στη Φωκίωνος, εισέβαλε στα μπαλκόνια, παρηγορούσε ευωδιαστά τη ταλαιπωρημένη πόλη.
-η β. έλειπε όλη τη μεγαλοβδομάδα, κι εγώ έμεινα μόνος, δούλευα σαν τρελός προσπαθώντας να καλύψω το κενό, έβαζα fleet foxes και rufus wainwright στη σιντιέρα προσπαθώντας να καλύψω τη σιωπή. Μεγάλη Τρίτη ενώ στις εκκλησίες ακούγονταν το τροπάριο της Κασσιανής εγώ ζωγράφιζα παραλλαγές της φάτσας μου στο καθρέφτη.
-Μεγάλη Τετάρτη και Πέμπτη το ίδιο.
-Μεγάλη Παρασκευή, βράδυ έκανε ζέστη, η Αθήνα είχε αδειάσει, ούτε περίπτερο δεν υπήρχε ανοιχτό. Βγήκα έξω σαν ζαλισμένος. Με κουράζει το πολύ πάρε- δώσε με τη τέχνη, οι πολλές ώρες με τον εαυτό σου και το εγώ σου, σε κάνουν, μάλλον, καλύτερο ζωγράφο, αλλά, σίγουρα, χειρότερο άνθρωπο. ¨Όλες οι αυταπάτες σου, φουντώνουν και ξεχειλίζουν, χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα. Θέλοντας να τα πετάξω όλα αυτά, βγήκα λοιπόν και πήγα στη μικρή εκκλησία του Άγιου Ανδρέα στην οδό Λευκωσίας για δω τον Επιτάφιο. Τι ωραία που είναι όταν αδειάζεις από θεωρίες και ιδέες και απλώς ζεις τη στιγμή. Όλοι έψαλλαν Ω! Γλυκύ μου ¨Έαρ, μες στο σκοτάδι με αναμμένα κεριά . Είδα ανθρώπους απ’ την Αφρική να συμμετέχουν στη σκηνή.
-Λίγο αργότερα στο φιατάκι οδηγούσα κι έβριζα που δεν έβρισκα τίποτε ανοιχτό, η Σταδίου άδεια σαν εγκαταλελειμμένο ελικοδρόμιο, ο Κ. μου τηλεφωνούσε και ρωτούσε, κι εγώ απαντούσα σαν θλιβερός απεσταλμένος στην έρημο,
Καρύτση όλα κλειστά, πάμε Μαβίλη;
Μπα δεν παίζει τίποτα μόλις πέρασα.

Καρύτση, Μαβίλη γιοκ. Οι δύο πλατείες- σαν οάσεις μες στο σκότος και το πένθος, οάσεις όμως που κι’ αυτές, εκείνο το βράδυ, είχαν στερέψει…
Τελικά βρήκαμε ένα μπαρ κάπου στη Λέκκα και βολευτήκαμε. Μεγάλη Παρασκευή προς Μεγάλο Σάββατο. Τσουγκρίσαμε τα ουίσκι μας.
-Το Σάββατο της Ανάστασης πήγα στη θεία μου και το θείο μου(με υποδέχτηκαν με μαντολινάτες!), έφαγα μαγειρίτσα, έκανα τον κομπέρ στην υπερήλικη γιαγιά μου, λέρωσα τα παπούτσια μου με το αναστάσιμο κερί.
- Κυριακή του Πάσχα, ξύπνησα σχετικά νωρίς, βγήκα μια βόλτα στη Κυψέλη, τσίκνα έβγαινε από τις γύρω πολυκατοικίες, κάποιος σ’ ένα μπαλκόνι προσπαθούσε ν’ ανάψει τα κάρβουνα, απόλυτη ησυχία, που και που κάνα αυτοκίνητο με δυνατά μπάσα που έπαιζαν αλβανική ραπ. Ανέβηκα στο διαμέρισμα να τελειώσω επιτέλους αυτό το έργο. Ιεροσυλία; Τι να σας πω δεν ξέρω. Κατά το απόγευμα ζέστανα κι έφαγα το πασχαλινό μου παστίτσιο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες