9 Αυγ 2013

Το Σούρουπο



  


Εδώ στας εξοχάς , 25 χλμ από την Πρέβεζα, όλα κυλούσαν σε ρυθμούς οικογενειακής ρουτίνας. Όταν επιτέλους κοιμήθηκαν τα μωρά , νωρίς το βράδυ, βγήκα έξω στο κήπο. Όλα ήταν ήσυχα, άκουγες μόνο τους ήχους των νυσταγμένων  τζιτζικιών που όσο πήγαινε και έσβηναν , μαζί με τον ήλιο που χάνονταν αργά πέρα στο Ιόνιο. Και ξαφνικά! Κλαρίνο! Από το πέρα σπίτι , ένα κατάξανθο παιδάκι , γιος έλληνα που ζει στη Σουηδία, εξασκούνταν  στο όργανο , που τον συνέδεε συμβολικά  (αλλά και ουσιαστικά) με τη γη των προγόνων του , την Ήπειρο. Η πλάση αντήχησε , τα γύρω βουνά αντιλαλούσαν (που λέει και το τραγούδι) , ο άτεχνος ,αλλά αρχαϊκός, ήχος απλώθηκε παντού :  Μέσω Goteborg ζωντάνεψε ξανά η ελληνική φύση . Σίγουρα θα  υπάρχει ,περά απ τους γονείς, και ενθάρρυνση απ το σουηδικό σχολείο (παραλίγο να γράψω σουηδικό μοντέλο), ήταν η σκέψη που ακολούθησε την έκπληξη μου .  Σχεδόν ταυτόχρονα,  τα μεγάλα ,πλακουτσωτά, ηπειρώτικα κεφάλια των πρεσβυτέρων της οικογενείας , έπιασαν το τραγούδι: «Δεν μπορωώ μανούλαμ δεν μπορωώ...». Αλλά ο μικρός τους στην έφερε, άφησε μετά τα δημοτικά και έπιασε τους Beach Boys και "Wouldn't It Be Nice" κι αμέσως μετά το “Bandiera Rossa” . Μέχρι και τη «Μασσαλιώτιδα» έπαιξε για φινάλε το κατάξανθο ελληνόπουλο εκ Σουηδίας! Στο τέλος, η αυστηρή φωνή του πατέρα διέταξε τον μικρό να πάει για ύπνο. Κι έτσι το, φορτωμένο αρχέγονα συναισθήματα,  κλαρίνο εσιώπησε . Στο μεταξύ , είχαν σιγήσει και τα τελευταία τζιτζίκια και έτσι έμεινα εκεί ν’ απολαμβάνω, μόνος μου,  την πλήρη ησυχία.


13 Ιουν 2013

Ο Βασίλης Λεβέντης μέσα στη νύχτα




Ο Βασίλης Λεβέντης , μέσα στη νύχτα, χτυπάει τη γροθιά του επάνω στο τραπέζι. Ο θόρυβος που βγάζει ο χτύπος σε κάνει να νομίζεις ότι το τραπέζι είναι φτιαγμένο από mdf . Ίσως και όλο το τηλεοπτικό στούντιο να είναι φτιαγμένο από τέτοιο ή παρόμοιο ετοιμόρροπο υλικό. Έτσι τα έκαναν  όλα , τότε, στην δεκαετία του ενενήντα, γρήγορα και βιαστικά.
Ο Β.Λ., ταμένος σε μια ζωή συντηρητική, όλο εγκράτεια, ξαφνικά παραληρεί και σαν Δον Κιχώτης ορμά με το κοντάρι του προς κάθε «εχθρικό» αντικατοπτρισμό. Γι αυτόν η  Δουλτσινέα του είναι η «αντι-διαπλοκή».  Παρακαλάει το Θεό να «στείλει» καρκίνο στους εχθρούς του. Προσβλέπει σ’ έναν Θεό που μοιάζει περισσότερο με θεό του Ολύμπου, όλο ανθρώπινα πάθη κι αδυναμίες, αυστηρό, που τιμωρεί τους «εχθρούς».
Ο Β.Λ. πνίγεται από δίκιο, σαν ναυαγός μέσα σ’ ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος αδικίας. Γι αυτό ίσως πίνει ,κάθε τόσο ,γουλιές νεσκαφέ φραπέ. Στον αφρό του επιπλέει και πρόσκαιρα σώζεται , απ την πίκρα του παίρνει δύναμη.
Ο Β.Λ. μέσα στην ησυχία μιας ζεστής, κολλώδους, αθηναϊκής νύχτας, αραιά και που, δέχεται τηλεφώνημα . Συνέρχεται, σκουπίζει το μέτωπό του με το μανίκι του πουκαμίσου του, κι απαντάει . Για μια στιγμή πιστεύει ότι ναι,  αυτή τη φορά, η κλήση θα είναι το φωτάκι που μια ζωή περιμένει, φωτάκι ανταπόκρισης μες στο αβάσταχτο σκοτάδι. Για μια στιγμή μόνο. Την αμέσως επόμενη στιγμή, όμως, θα αποδειχτεί  ,κι αυτό, φωτάκι απατηλό, αφού θα καταλήξει, όπως τόσα άλλα, σε βωμολοχίες και χάχανα. Άλλος ένας «εγκάθετος», άλλο ένα «φασιστοειδές», άλλος ένας που σκοτώνει την ώρα του, όπως πολλοί από μας,  στα αγνά, προ-facebook, χρόνια. Έφηβοι , αυνάνες , ανυποψίαστοι γι αυτά που θα έρθουν στο μέλλον, βλέπαμε «τα παιδιά της νύχτας» , φαντασιωνόμασταν την Ελεάνα Παγουρά και μετά ξεσπούσαμε στον τρελό του καναλιού 67 «που λέει αλήθειες». Κι αυτός μας το έκλεινε απότομα , κάθιδρος και μαινόμενος πάλι, μέσα στο δωμάτιο , σαν να βγήκε από ταινία του Οικονομίδη.
 Κι ύστερα ήρθαν τ’ αρπακτικά: τα γραβατωμένα nerds , που εκείνη την εποχή «ανέβαιναν»,  δεν έχασαν την ευκαιρία και έβγαλαν τον αφελή στην ανθρωποφάγα οθόνη, εκεί , αμέσως μετά την «Λάμψη». Άλλωστε κανείς δεν κινδύνευε τότε απ τον τρελό που λέει αλήθειες. Κι ο Πάνος γελούσε όλη την ώρα κάτω απ τη γραβάτα του, όπως ίσως όλοι , τότε. Και στο τέλος, αφού όλοι καλά περνούσαμε, θα τον κερνούσαμε και μια πίτσα, και  θα τον «εκτελούσαμε» στεγνά μπροστά στο γυαλί. Από τους πρώτους ζωντανούς τηλεοπτικούς «θανάτους» στα nineties  κι ας θυμόμαστε , πια μόνο, τον Κουτσόγιωργα να καταρρέει. Κι όλοι θα μπορούσαμε να πάμε για ύπνο, για άλλη μια δεκαετία, ατάραχα  
 Κι έτσι θα κυλούσαν τα χρόνια. Οι πίτσες θα φέρναν κι άλλες πίτσες. Το γραβατωμένο nerd θα γινόταν υπουργός. Κι ο Λεβέντης θα έμενε πάλι μόνος. Μέσα στη νύχτα.

1 Ιαν 2013

Η Παραμονή

Κάθεσαι πια, σχεδόν, αποκλειστικά στο σπίτι. Έχεις τώρα δύο μπέμπηδες να φροντίζεις. Κάθεσαι , παραμονή Πρωτοχρονιάς μπροστά στη τι βι. Αρχικά ο "Πυργος του Νταουντον" και μετά το «Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά» . Ηθοποιοί τραγουδάνε φάλτσα κατακρεουργώντας ότι απέμεινε απ το ελληνικό τραγούδι. Κλείνεις, και πιάνεις το μολύβι. Κάθεσαι και σχεδιάζεις τα μωρά σου τη λιγοστή «πολύτιμη» ώρα που κοιμούνται . Όσα στιλ κι αν προσπαθείς να επιστρατεύσεις , αποτυγχάνουν. Από μόνα τους , οι κανόνες του σχεδίου και οι διαφορετικές μορφές του μέσα στην Ιστορία της Τέχνης, εδώ , σου είναι εντελώς άχρηστα. Τώρα έχεις να κάνεις με το πιο χειροπιαστό κομμάτι της πραγματικότητας. Τώρα δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τον David Hockney και τις «λύσεις» του.




 Ξεκινάς σιγά σιγά με το μολύβι, με προσοχή κι αμηχανία, λες και θα σπάσουν ,από σχεδιαστικό λάθος σου, τα δύο «εύθραυστα» μοντέλα. Ερωτήματα πολλά σε τριγυρίζουν: πως θα προχωρήσω από δω και πέρα ; θα μπορέσει να ενταχθεί η νέα αυτή φάση της ζωής σου στην πολυπόθητη δημιουργική διαδικασία; θα μας ρουφήξει τελικά όλους,  η βαριά κι ασήκωτη καθημερινότητα;
Αυτά και άλλα σκέφτεσαι καθώς ακούς έξω απ το παράθυρο τα πυροτεχνήματα. Συνειδητοποιείς ότι ήρθε το 2013. Τα «βαθιά» ερωτήματα σου μένουν μετέωρα και σαχλά μπροστά στην  αδιάψευστη εικόνα τεσσάρων ματιών που σε κοιτάζουν με απορία.
Καλή Χρονιά!

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες