Ιστορίες του Φάρου

[045.jpg]



1.
Καμιά φορά δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε για τα πράγματα που είναι γύρω μας, δίπλα μας : τους δικούς μας, τους φίλους μας, την γειτονιά μας, την πόλη που ζούμε. Μας είναι πιο εύκολο όταν μιλάμε για έννοιες, πιο γενικές, πιο αφηρημένες. Το οικείο όταν ξεφεύγει από το μονότονο βουητό της καθημερινότητας και εγκαθίσταται σε μια λευκή ήσυχη επιφάνεια, μοιάζει ανοίκειο, ξένο. Σχεδόν δεν θέλουμε να το δούμε. Όταν κλείνω την πόρτα, αρχίζω ένα έργο ή ανοίγω τον υπολογιστή ξεχνώ αυτά που θέλω να πω . Κοιτάζω το λευκό, το απόλυτο άδειο, αμφιβάλλοντας για το αν θα πρεπε να το γεμίσω πάλι, ή αν θα πρεπε να περιμένω λίγο να ησυχάσουν όλα , μήπως καταφέρω κι ακούσω τη μυστική μελωδία του...


Τα κείμενα που θ' ακολουθήσουν θα έχουν ως γενικό θέμα τη πόλη που (κυρίως) ζω, την Αλεξανδρούπολη. Θα είναι μικρά, ελπίζω όχι κουραστικά, κείμενα που θα μοιάζουν με βόλτα στην πόλη. Κάτι σαν ημερολόγιο ποδηλάτου ή σαν ένα προσωπικό, εντελώς υποκειμενικό λεξικό . Ελπίζω να μπορέσουν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, τη σφιχτή επαρχιακή τους ατμόσφαιρα, και να καταφέρουν να σας μιλήσουν, σαν να μιλάνε λίγο και για τη δική σας πόλη.







2.
Τα αδέσποτα είναι τα πιο ελεύθερα πλάσματα της πόλης. Δεν δίνουν σημασία σε τίποτε, κοιμούνται όταν οι άλλοι δουλεύουν, τεμπελιάζουν κάτω απ’ τον ασπριδερό ήλιο του βορρά όταν όλοι πηγαινοέρχονται προσποιούμενοι τους πολυάσχολους , καβαλάνε το ένα το άλλο χωρίς ενδοιασμούς δίπλα στα παιδάκια που παίζουν στο πάρκο. Μιλώ κυρίως για σκύλους. Πιστεύω πως η έννοια αδέσποτο είναι ταυτισμένη περισσότερο με σκύλο, σπάνια με γάτα. Οι γάτες είναι σκληρές, είναι ο εαυτούλης τους, ζούνε εκ του ασφαλούς. Οι γάτες σαν κλέφτρες εμφανίζονται στην αγορά, παίρνουν ότι θέλουν, και μετά σαν κλέφτρες, πάλι, εξαφανίζονται. Οι σκύλοι, αντίθετα, θα μείνουν εκεί, πιστοί, ακόμα και αν τα ρολά κλείσουν. Οι γάτες φυλάγονται, αυτοσυντηρούνται όπου κι αν βρίσκονται, ενώ οι σκύλοι όταν χάνουν το αφεντικό τους, , χάνουν τη πυξίδα τους, βιώνουν σε βάθος τη μοίρα του να είναι κάποιος αδέσποτος ,είναι τραγικές φιγούρες. Είναι όμως και κωμικές. Τους βλέπω σε αγέλες να διασχίζουν τους δρόμους του κέντρου, δήθεν αδιάφοροι, σαν να ετοιμάζονται για μια μεγάλη αποστολή. Οι αρχηγοί μπροστά, και οι πιο μαλθακοί και άτσαλοι , τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Νομίζεις ότι βλέπεις μια ανθρώπινη παρέα. Υπάρχουν όλες οι αποχρώσεις: οι χειραφετημένοι, οι δειλοί, οι «φλώροι», με κάτι περίτεχνα λουράκια, που χάθηκαν απ’ τ’ αφεντικά τους και τα βρήκαν σκούρα στους πέντε δρόμους. Στα μάτια τους διαβάζεις τη ζωή τους, συχνά θα δεις δάκρυα. Υπάρχουν και φορές που παρατηρώντας τους θα θυμηθείς έναν αστείο μακρινό σου θείο…



Γυρνώντας με το ποδήλατο συναντώ συχνά τον Ζαχαρία. Είναι ο Μιλού της περιοχής (τον Τεντεν δεν τον έχω βρει ακόμα), πολλοί τον ξέρουν με τ’ όνομα του. Τριγυρνάει στους πεζοδρόμους των καφέ και χλευάζει τους διάφορους ψωροπερήφανους που προσπαθούν να ενταχθούν στη ντόπια «ελίτ». Άλλες φορές πάλι παρενοχλεί τα άλλα, πιο γέρικα, αδέσποτα, που ξαπλώνουν σε διάφορες γωνίες των δρόμων παριστάνοντας τα (κοιμισμένα) αγάλματα. Όταν όμως, έρχεται τ΄ απόγευμα και αρχίζει να πιάνει η ψύχρα, ο Ζαχαρίας κόβει την πλάκα και κάθεται και κοιτάζει τα μεγάλα σκουριασμένα πλοία που κάθονται ,χρόνια τώρα, στο λιμάνι . Τότε, σίγουρα, νιώθει έναν κόμπο στο λαιμό.




 
 
   [008.JPG]

3.
Έφτασα ως εδώ διασχίζοντας μια ρημαγμένη γη, όλο εργοστάσια και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Αεροδρόμιο Αλεξανδρούπολης «Δημόκριτος», τέλος Σεπτεμβρίου, απόγευμα. Ανακαινισμένο και λευκό, με ντιζάιν που εκπέμπει μαζικότητα και βαρεμάρα. Δεν υπάρχει τίποτα για να πιαστείς, να ξεχαστείς, απλά ακολουθείς τις επιγραφές, τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις. Θα μπορούσες να βρίσκεσαι οπουδήποτε. Όπως στα περισσότερα αεροδρόμια, η έννοια «τοπικός», πέρα από κάτι αφίσες με κάτι «WELCOME ΤΟ THRACE”,ακυρώνεται. Oι ανακοινώσεις στα μεγάφωνα γίνονται από κορίτσια χωρίς προφορά, χωρίς πατρίδα. Η πατρίδα τους είναι το γκισέ τους. Έτσι όταν, καμιά φορά, ακούσεις, στα ξαφνικά, μια ντοπιολαλιά, μια βαριά θρακιώτικη προφορά, γυρνάς έκπληκτος να δεις από πού προέρχεται. Οι επιβάτες, εδώ, είναι κυρίως μικρές ομάδες νεαρών ,που το βλέμμα τους, και τα κάπως άτσαλα φορεμένα ρούχα τους, μαρτυρούν πως είναι αδειούχοι φαντάροι. Πίνουν κακάο και χαζογελάν για τ’ αθλητικά, παριστάνοντας τους «πολίτες». Aυτοί , μαζί με τους, σαφώς πιο άνετους, φοιτητές, αποτελούν τον βασικό πυρήνα των επιβατών. Στην άκρη, μια οικογένεια Πομάκων, χαζεύει, στη μεγάλη τζαμαρία, το επίπεδο θρακικό τοπίο.




Yπάρχει κάτι που ενώνει όλους εμάς που γεννηθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά. Είμαστε οι γενιές των αεροδρομίων. To αεροπλάνο τείνει να γίνει, πια, το κτελ του 21ου αιώνα. Ότι ήταν για τους παλαιότερους οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και τα λιμάνια, με τους αποχωρισμούς, τις επανασυνδέσεις και ότι συμβόλιζαν αυτά, είναι για μας τα οξυζενέ κτίρια με τα μεγάλα τζάμια και τις αχανείς, γκρίζες πίστες. Εδώ το πεδίο είναι σχετικά καινούργιο, η ομοιομορφία του, δεν επιτρέπει ηρωικούς μελοδραματισμούς. Το μόνο που μπορεί να δει κανείς, εδώ, είναι χαμηλόφωνες φευγάτες ιστορίες από φευγάτους ανθρώπους. Τα αεροδρόμια είναι οι μόνιμες κατοικίες του προσωρινού, οι ναοί του στιγμιαίου.


Ποτέ δεν είχα την αυτοπεποίθηση του «αεροπόρου με τις γκρίζες φαβορίτες», Κώστα Πρέκα. Κάθε φορά που μπαίνω σε αεροδρόμιο, ψάχνω βιαστικός να βρω τα γκισέ, και έτσι ξεχνώ τις «φιλολογίες» για το θέμα αυτό. Στο «Δημόκριτος», συνήθως φτάνω αργά τ’ απόγευμα, για να ταξιδέψω στην Αθήνα. Με το που τελειώσω το «τσεκάρισμα», όμως,μια μαγική αίσθηση διακτινισμού με διακατέχει, και ξαφνικά όλα μου θυμίζουν το προορισμό μου. Αφήνοντας το κτίριο για να μπω στο αεροπλάνο, και καθώς ο αέρας με χτυπάει αλύπητα, νιώθω ήδη ότι διασχίζω τη Σταδίου, βράδυ.









4.
Άνθρωποι πάνε κι έρχονται διαρκώς. Οι παλαιοί δίνουν τη θέση τους στους νέους. Σε κάποιο σπίτι κάποιοι πανηγυρίζουν, σε κάποιο άλλο, λυπούνται. Δεν πάει πολύς καιρός, ,που, περνώντας ένα βράδυ από έναν πεζόδρομο , είδα από μια ορθάνοιχτη πόρτα να ξενυχτάνε ένα νεκρό. Το σπίτι ήταν κατάφωτο σαν σε γιορτή, γυναίκες στα μαύρα μιλούσαν χαμηλόφωνα γύρω από το στολισμένο φέρετρο. Τα κάδρα με τις φωτογραφίες έτσι όπως ήταν τοποθετημένα, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του πεθαμένου, έμοιαζαν με τις αναμνήσεις του , εικόνες μιας ζωής, που ξαφνικά πάγωσαν, ακινητοποιήθηκαν και κρεμάστηκαν. Για αυτούς που έχουν φύγει, μένουν μόνο οι φωτογραφίες, στοιχεία που, αντί να κρατήσουν ζεστή τη μνήμη τους, υπογραμμίζουν το πόσο μακρινή και δυσβάσταχτη είναι η απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ του τότε και του τώρα. Άλλοτε πάλι οι ζωντανοί της πόλης τιμούν αυτούς που «έφυγαν» , δίνουν τα ονόματα τους σε δρόμους, πλατείες, και πολιτιστικούς συλλόγους, απονεκρώνοντας έτσι, τη πιο ζωντανή πλευρά τους. Στο τέλος ξεχνάς εντελώς, ότι όλα αυτά τα μαρμάρινα ονόματα, ήταν κάποτε άνθρωποι ζωντανοί που περπατούσαν, ίδρωναν, γλεντούσαν κάπου εδώ. Όπου και να ψάξω μες στην πόλη, δεν βρίσκω ούτε ένα μνημείο που να θυμίζει ανθρώπους που έζησαν, όλα θυμίζουν νεκρούς.


5.
Περνάω με το ποδήλατο από τη παραλία της Αλεξανδρούπολης.

[016.JPG]

Χονδροειδείς επαύλεις, δημόσιες υπηρεσίες σαν κουτιά, τα κτίρια των τελευταίων τριάντα τόσο χρόνων διεκδικούν με αξιώσεις το πανελλήνιο πρωτάθλημα κακογουστιάς. Τα κιτρινισμένα φύλλα πέφτουν απαλά χαρίζοντας μια φθινοπωρινή πατίνα στα προαναφερθέντα. Πέφτουν κι επάνω στα μνημεία. Πέφτουν και πάνω στην Αρμένικη Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Καραμπέτ (Προδρόμου), που πνίγεται από τις πολυκατοικίες.



Στο πάρκο του, άσχημου, Μνημείου των Ποντίων, παρέες ηλικιωμένων αντρών παίζουν χαρτιά και επιτραπέζια επάνω σε παγκάκια, πειράζονται σαν παιδιά σε μιαν άγνωστη μου γλώσσα. «Ρωσσοπόντιους» τους αποκαλούν οι άλλοι. Η ομιλίες τους, απλώνονται σιγά σιγά στον αέρα της πόλης, μιας πόλης χωρίς «βαθύ» παρελθόν, που μέχρι πρότινος αρνιόταν ότι της θύμιζε, την Ανατολή, τις μακρινές της ρίζες, υιοθετώντας ένα ψευτομοντέρνο, αφόρητα ελλαδίτικο, προφίλ.



Αρκεί μια προφορά, ένας φροντισμένος κήπος ή ένα μυρωδάτο φαγητό από το διπλανό σπίτι, για να σου υπενθυμίσει ότι κάτω από το μπετόν, κάτω απ’ το βιαστικά, βαλμένο ένδυμα του εκσυγχρονισμού, κυλάει , σαν υπόγειο ποτάμι, η παλιά ζωή, οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Ποιος ο λόγος να θυμηθούμε; Πως είναι δυνατόν να «θυμηθούμε», πράγματα που δεν έχουμε ζήσει…



Αντιπαθώ, φοβερά το στόμφο που ορισμένοι χρησιμοποιούν για να μιλήσουν για τους «προγόνους». Εκεί την πατάμε συνήθως στην Ελλάδα, έννοιες όπως «πρόγονοι», «μνήμη», «παρελθόν», μας κολλάνε συνήθως στα ίδια, αντί να μας ξεκολλάνε προς τα μπρος. Οι πόλεις, η ζωή η ίδια έχει αλλάξει. Τώρα έχουμε, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη για φωνές σύγχρονες, ανθρώπινες, για πράξεις που να μιλάνε με ειλικρίνεια και (γιατί όχι;) με γόνιμο χιούμορ για όλα τα παραπάνω. Όπως αντιπαθώ τους πομπώδεις προγονόπληκτους, απεχθάνομαι εξίσου, κι όσους ζουν τη μοντέρνα ζωούλα τους, ανάλαφρα και ανέμελα, χωρίς ούτε ένα τόσο δα ράγισμα, μια μικρή ρωγμή, ένα μικρό τσαλάκωμα από το παρελθόν.



Μεγάλωσα σε σχολεία των αρχών της δεκαετίας του ’90, με βιβλία και δασκάλους ανήμπορους, να μου μεταδώσουν τη συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν καταλαβαίνει ότι ένα πράγμα «παλιό» μπορεί να αφορά το τώρα, ότι ένα πράγμα πρωτόγνωρο, σύγχρονο μπορεί να κουβαλάει επάνω του, αιώνες ολόκληρους. Το κατάλαβα αυτό, αργότερα, αλλά και τότε έπρεπε να αντιμετωπίσω τη «γοητεία» των ωραίων πραγμάτων του παρελθόντος που θαύμαζα και ζούσα , σαν όλα να συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή. Τώρα είμαι μόνος μου, σε μια πόλη του βορρά, και κάνω ποδήλατο.



Κάνω ποδήλατο, σε μια φθινοπωρινή πολιτεία του 21ου αιώνα, που προσποιείται ότι δεν έχει μάτια για το παρελθόν, που κλείνει τ’ αυτιά της στις φωνές των Ρωμαίων, Βυζαντινών κι Οθωμανών, Μικρασιατών, Αρμενίων, Εβραίων, Ρώσων και Βουλγάρων και τόσων άλλων, που κάποτε περπάτησαν εδώ γύρω, έστω και για λίγο.

Τώρα πια ξέρω, και δεν ανησυχώ, πως κάθε πόλη έχει τα ‘μυστικά’ της. Κι’ η Αλεξανδρούπολη, που δεν το δείχνει, ίσως έχει τα περισσότερα.








[alex+-+Αντίγραφο+-+Αντίγραφο+(2).jpg]


6.

Αυτός είναι ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α'. Ευγενής, ήπιος και διακριτικός σαν Ευρωπαίος. Θολός και μακρινός σαν παλιά φωτογραφία.Η ηγεμονία του ήταν σύντομη, το ίδιο και η ζωή του. Στη Wikipedia διαβάζω ότι , απ' τους βασιλείς του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αυτός ήταν ο πλέον συμπαθής, στη μνήμη του λαού, μιας και δεν επενέβαινε στο έργο του πρωθυπουργού Βενιζέλου, στηρίζοντας, μάλιστα, όλες τις επιλογές του. Πέθανε νέος, στα εικοσιεπτά του.



Δεν μου αρέσουν καθόλου οι Βασιλείς. Ούτε στη ζωή, ούτε στα παραμύθια, ούτε στη Ποπ Κουλτούρα. Ο Μάικλ Τζάκσον απ' τη στιγμή που φυλάκισε την ατίθαση μαύρη ψυχή του μέσα σ' ένα αλα Ντίσνει, εφιαλτικό κάστρο, έπαψε να με ενδιαφέρει.Το ίδιο και ο Έλβις, αγνοώ την "βασιλική' του περίοδο . Τον προτιμούσα στις πρώτες "ηλιόλουστες' ηχογραφήσεις (SUN RECORDS) τότε που τραγουδούσε ανέμελα το "Τhat's Allright Mama". Στην Ελλάδα, ίσως, οι μόνοι βασιλείς που συμπαθώ είναι αυτοί των Τσιγγάνων. Ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ , ο τέως μονάρχης, μου φαίνεται απλά ένας νερόβραστος εβδομηντάρης κύριος των τένις κλαμπ και της ολυμπιακής ιδέας, αλλά τίποτε παραπάνω. Η Βασίλισσα Ελισσαβετ ,μου είναι το ίδιο συμπαθής, πια, με τον Τζόνι Ρότεν, που ως, θλιβερό μεσήλικο κόμικ πλέον, τραγουδάει το "Ο ΘΕΟΣ ΑΣ ΣΩΖΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ" για το χλιαρό κοινό του τέλους της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας.



Στην, ούτε δύο αιώνων, σύγχρονη Ελλάδα, οι επίσημοι μονάρχες, δικαίως , ήταν μισητά πρόσωπα και "ξένο" σώμα. Παρατηρώ όμως τη φωτογραφία του, σαν ήρωα από αγγλικό μυθιστόρημα, νεαρού βασιλιά και σκέφτομαι ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν ποτέ απ' το ρόλο τους. Για κάποιους η απλή ζωή, όπου τα λάθη παραμένουν ανθρώπινα και δεν προκαλούν πολέμους ή εθνικούς σπαραγμούς, και οι ερωτοδουλειές λέγονται απλά σεξ και δεν προκαλούν διαδόχους, είναι πράγμα πολύ πιο ακριβό από έναν θρόνο. Και ανέφικτο, επίσης. Πολλοί με ευγενική ψυχή, πεθάναν μ' αυτό το καημό, μέσα σε ολόχρυσα παλάτια, πιο δυστυχισμένοι κι απ' τους φυλακισμένους.



Σκληρά, αντιμετωπίζουμε όλοι, σ' αυτό το τόπο, τους διάφορους "πρώην" και τους "τέως". Κάποιοι απ' αυτούς, το αξίζουν, άλλοι πάλι όχι. Γενικά ξεχνούμε γρήγορα ή θυμόμαστε ότι μας αρέσει.Σε μια χώρα που, κάποτε, ήξερε να περιθάλπει τους, κάθε λογής, ηττημένους και εκπεσόντες , τώρα κυριαρχούν μικροί καθημερινοί "μονάρχες", με τα βίτσια τους,τον εγωισμό τους, κοντόφθαλμοι και ρηχοί.


Τώρα θα μου πείτε γιατί τα γράφω όλα αυτά και τι σχέση έχει ένας βραχύβιος βασιλιάς με το υποκειμενικό μου λεξικό; Απλά, προς τιμή του, η πόλη για την οποία γράφω, από Δεδέαγατς ( τουρκικά: γέρικο δέντρο) βαπτίστηκε Αλεξανδρούπολη.


ΥΓ Ο Αλέξανδρος ο Α' πέθανε στο βασιλικό κτήμα Τατοΐου από δάγκωμα πιθήκου. Αντιγράφω από Wiki:

Η διατύπωση του τελευταίου ιατρικού δελτίου ήταν πολύ άκομψη, μοναδική στη νεότερη ελληνική ιστορία:



"Μετά βραχείαν αγωνία, καθ΄ ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσε περί 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν"








7.
Τους προσπερνάω μες τη βιασύνη μου, ενώ αυτοί πάνε σιγά -σιγά . Tους βλέπω πίσω από μπαλκονόπορτες, αργές σκιές μπροστά τη τηλεόραση. Από το πρωί περιμένουν, το μεσημεριανό φαγητό, το βραδινό δελτίο. Ο κόσμος τους είναι στενός: Aπ’ το κρεβάτι, στο παράθυρο και μετά στη πολυθρόνα. Οι έγνοιες τους μικρές : να βάλουν μέσα τον βασιλικό, να ταΐσουν τα γατιά. Γι αυτούς, το 2009 που φεύγει δεν διέφερε σε τίποτα απ’ το 2008, κάθε Κυριακή θα πιουν το ημίγλυκο τους, αυτό που άλλοτε τους έκανε να τραγουδούν και τώρα πια , τους κάνει πιο βουβούς. Οι γέροι δεν μιλούν πια, δεν έχουν αυταπάτες, ακόμα κι αυτοί που είναι πλούσιοι είναι πια «φτωχοί», δεν έχουν πια όνειρα. Η εφημερίδα, τους φέρνει ύπνο, οι αλλαγές εκνευρισμό. Φοβούνται να μείνουν μόνοι, μα και παρέα να χουν, πάλι μόνοι μένουν, βουτώντας στη σιωπή.




Πώς να μιλήσεις για τους γέρους της πόλης ; Από ποια σκοπιά; Όλοι είμαστε μελλοντικοί γέροι. Μήπως καλύτερα πρέπει να μιλάμε για «πρώην» νέους, ή καλύτερα για παιδιά που γέμισαν ρυτίδες; Oι ηλικιωμένοι της Αλεξανδρούπολης δε διαφέρουν και πολύ απ’ αυτούς της Αθήνας(ή του Παρισιού), άλλωστε, όπως λέει κι ο Ζακ Μπρελ, σε μια «επαρχία» ζεις έτσι κι αλλιώς, όταν ζεις τόσο πολύ .
κι' ακολουθεί αυτό:


Jacques Brel

LES VIEUX

1963





Les vieux ne parlent plus ou alors seulement parfois du bout des yeux

Même riches ils sont pauvres, ils n'ont plus d'illusions et n'ont qu'un coeur pour deux

Chez eux ça sent le thym, le propre, la lavande et le verbe d'antan

Que l'on vive à Paris on vit tous en province quand on vit trop longtemps

Est-ce d'avoir trop ri que leur voix se lézarde quand ils parlent d'hier

Et d'avoir trop pleuré que des larmes encore leur perlent aux paupières

Et s'ils tremblent un peu est-ce de voir vieillir la pendule d'argent

Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui dit: je vous attends



Les vieux ne rêvent plus, leurs livres s'ensommeillent, leurs pianos sont fermés

Le petit chat est mort, le muscat du dimanche ne les fait plus chanter

Les vieux ne bougent plus leurs gestes ont trop de rides leur monde est trop petit

Du lit à la fenêtre, puis du lit au fauteuil et puis du lit au lit

Et s'ils sortent encore bras dessus bras dessous tout habillés de raide

C'est pour suivre au soleil l'enterrement d'un plus vieux, l'enterrement d'une plus laide

Et le temps d'un sanglot, oublier toute une heure la pendule d'argent

Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, et puis qui les attend



Les vieux ne meurent pas, ils s'endorment un jour et dorment trop longtemps

Ils se tiennent la main, ils ont peur de se perdre et se perdent pourtant

Et l'autre reste là, le meilleur ou le pire, le doux ou le sévère

Cela n'importe pas, celui des deux qui reste se retrouve en enfer

Vous le verrez peut-être, vous la verrez parfois en pluie et en chagrin

Traverser le présent en s'excusant déjà de n'être pas plus loin

Et fuir devant vous une dernière fois la pendule d'argent

Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui leur dit: je t'attends

Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non et puis qui nous attend.













8.
Εθνικός Αλεξανδρούπολης, μπλε πλαστικά καθίσματα , σπασμένοι προβολείς, και ένα γκράφιτι "welcome to hell". Ησυχία. Ένας γλάρος πετάει. To γήπεδο της πόλης περιμένει τη Κυριακή.




Κυριακή παρά Κυριακή, μαζεύονται εδώ οι λιγοστοί φίλαθλοι. Άνδρες , με μπλε κασκόλ ροκανίζουν το κυριακάτικο απόγευμα τους, μασουλώντας, βαρετά σάντουιτς με λουκάνικο και μουστάρδα πριν αρχίσει το ματς.



Στο ματς σπάνια ακούς φωνές χαράς, πιό συχνά ακούς το προπονητή να γαβγίζει σε κάθε σφύριγμα. Σαν γνήσιος Έλληνας, αισθάνεται διαρκώς αδικημένος και του ρχεται να σκάσει.



Στα γήπεδα η Ελλάδα , άλλοτε, αναστέναζε. Μετά αναστέναζε κάτω απ’'το μπαλκόνι ενός ηγέτη, πιο πρόσφατα στα σκυλάδικα ή στη Τιβι, τώρα πια δεν ξέρω... Ίσως έχει ξεχάσει γιατί αναστενάζει.



Το εγχώριο ποδόσφαιρο, παραπαίει ξανά, η μνήμη των ημερών του Euro μοιράζεται πλάι στα " Τραγούδια του Αγώνα", στις Κυριακάτικες Εφημερίδες.







Χλιαρός καιρός στη πόλη του Φάρου. 17η Νοεμβρίου με νοτιά που σε αρρωσταίνει. Δύο παιδιά με βερμούδες περπατούν ανάλαφρα προς το έρημο γήπεδο. Στο σχολείο τους, για μια ακόμη φορά, «γιόρτασαν» μηχανικά και στείρα τις παλιές εκείνες μέρες. Η φωτιά έγινε σύνθημα και το σύνθημα, συνήθεια. Στο άδειο γήπεδο, τουλάχιστον, είναι προφυλαγμένα απ’ το αφόρητο και, για χιλιοστή φορά, κακοπαιγμένο «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», και τον βαρετό λόγο των αρμοδίων καθηγητών, για τα διάφορα «νοήματα» και «μηνύματα» της επετείου. Ίσως σ' αυτό το άδειο γήπεδο, έχει κανείς την απαραίτητη ησυχία, για να δει τα πράγματα πιο καθαρά.









9.
Βλέπω τα γυράδικα από μακριά, εικόνα γιορτινή μες το σκοτάδι. Πλησιάζω. Στο Μπλε- Φιστικί μαγαζί, με το ασαφές ηχητικό χαλί, το ξανθό κεφάλι της πωλήτριας κινείται νευρικά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Το αφεντικό, ένας καθιστός κρεάτινος όγκος, επιβλέπει: τη ξανθιά -τα κρέατα -τους πελάτες. Πιο πίσω, στη σούβλα, ένας κάθετος, κρεάτινος, όγκος, υποβλητικά φωτισμένος, ξεροψήνεται, γυρνώντας αργά, ασταμάτητα, σχεδόν τελετουργικά, μπροστά στα γουρλωμένα μάτια των πεινασμένων της πόλης.




Είναι φορές που η γιορτή (και η λαιμαργία) μας κάνει να ξεχνούμε τη φρικτή πλευρά των πραγμάτων.










10.

Το δωμάτιο μυρίζει μαγειρεμένο λάχανο, τα χέρια της ΝΕΟ ULTRA FAIRY. Στο καφέ σκρίνιο η ζωή της όλη, το χωριό, ο γάμος της, τα είκοσι τόσα χρόνια στις Γερμανίες. Κάθε κορνίζα κι ένα αγαπημένο πρόσωπο, κάθε δαντέλα κι ανάμνηση: η παρέλαση του εγγονού , o γάμος του Γιώργου. Δεξιά, το ρολόι και το ημερολόγιο, μετρούν τις ώρες και τις μέρες που φεύγουν έτσι, χωρίς αλλαγές, με το "τι θα φάμε αύριο;" ή με το " έχει ψύχρα απόψε". Αριστερά, επάνω στο σκαλιστό τραπεζάκι, φωτίζει το πιο ωραίο "λαμπατέρ", η τηλεόραση.




Η "παλιά" ζωή συνεχίζεται, ερήμην μας. Όλα είναι ακόμα εδώ. Εικόνες και σύμβολα που συχνά "κατακρεουργήθηκαν" από τον "λυρικό" οίστρο κατεστημένων στιχουργών και το μελό της παλαιάς αριστεράς, και τελικά διαμόρφωσαν, ηθελημένα ή μη, τη μέση αισθητική και το πεδίο συγκίνησης, του Νεοέλληνα: Η καλή μαυροφορεμένη γριούλα, ο φτωχός αδικημένος με τα καθαρά χέρια και τη μεγάλη καρδιά, "το μερτικό μου απ' τη χαρά που το χουν πάρει άλλοι"...



Τώρα πια όμως, το μικροαστικό δυαράκι με την κοντοκουρεμένη υπερήλικη μπορεί ν' αποδειχτεί σκέτος εφιάλτης. Πράγματα που παλαιότερα ίσως να ήταν αγνά και ταπεινά, τώρα έχουν καταντήσει βαρίδια για όσους θέλουν να τρέξουν προς άλλες, νέες κι άγνωστες κατευθύνσεις.



Το δωμάτιο εξακολουθεί και υπάρχει, δεν μπορούμε να το αγνοούμε, ίσως να είναι εδώ για πάντα. Το δύσκολο είναι να το κοιτάξουμε σαν να το αντικρύζουμε για πρώτη φορά...








11.

Η πλαζ του Ε.Ο.Τ. το χειμώνα: άδειες ξαπλώστρες, βρεγμένη άμμος, καθόλου σκιές.










Έξι μήνες μετά: "Γιαγιά έχει τσούχτρες", "ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ", καρτούν συνταξιούχοι, λαστιχένια παπούτσια, γαλάζιο παγωτό, σαχλές ρακέτες. "Η μικρή του χρόνου δεν θα ρχεται μαζί μας".









Αντικείμενα άχρηστα που παίρνουν αξία, μόνο, κάθε καλοκαίρι.





12.

Αργά το απόγευμα , λίγο έξω απ' την πόλη. Μόλις συνειδητοποίησε το μέγεθος της κρίσης και τρέχει στο σουπερμάρκετ. Να την, προχωράει με σίγουρο βήμα προς το υπερκατάστημα. Σαν επιδρομέας, σαν στρατηγός. Σε λίγο θα ξαλαφρώσει, αγοράζοντας ότι βρει μπροστά της. Τα πιο μαλακά ψωμάκια, το χαρτί υγείας που ευωδιάζει. Θα βγει από κει μέσα, αγκομαχώντας , και με χίλιες σακούλες που το βάρος τους θα την λυγίζει. Αλλά τώρα θα νιώθει πιο ξαλαφρωμένη, ο πανικός της θα χει περάσει. Θα εξέλθει του υπερκαταστήματος, ως νικήτρια. Ως νικήτρια της "κρίσης".










Απόγευμα προς βράδυ, μεσήλικας μόνος σε προποτζίδικο, μπλε τοίχος σαν βυθός, ψεύτικα φυτά, σαν πλαστική ζούγκλα σε μικρογραφία. Οι ώρες περνούν σαν χασμουρητά. Η τι βι σε λίγο θα χει ειδήσεις, κι αυτός θα κάτσει να κοιτάζει, παραδομένος, σαν να ναι αυτός, ο τελευταίος ζωντανός οργανισμός στη γη.









Δυο άνθρωποι, δυο ζωές, μια πόλη.
































αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες